Μετάβαση στο περιεχόμενο

administer

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας administer
γ΄ ενικό ενεστώτα administers
αόριστος administered
παθητική μετοχή administered
ενεργητική μετοχή administering

administer (en)

  1. διοικώ, διαχειρίζομαι
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη direct
  2. φροντίζω
  3. (επίσημο) χορηγώ, δίνω φάρμακα σε κάποιον
      They test new drugs before administering them to patients.
    Δοκιμάζουν τα νέα φάρμακα πριν τα χορηγήσουν σε ασθενείς.