Μετάβαση στο περιεχόμενο

achievable

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός achievable
συγκριτικός more achievable
υπερθετικός most achievable

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
achievable < achieve + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]

achievable (en)

  • επιτευκτός, εφικτός, επιτεύξιμος, κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος, που μπορεί να επιτευχθεί
      achievable pursuits - επιτευκτές/εφικτές επιδιώξεις
      an achievable change - επιτεύξιμη αλλαγή
      Do you consider this achievable?
    Το θεωρείς εσύ κατορθωτό αυτό;
      The solutions proposed were not easily achievable.
    Οι λύσεις που προτάθηκαν δεν ήταν εύκολα πραγματοποιήσιμες.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]