Μετάβαση στο περιεχόμενο

abortion

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
abortion abortions

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abortion < λατινική abortionem, abort + -ion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abortion (en)

  1. η έκτρωση, η άμβλωση, η εκούσια διακοπή της εγκυμοσύνης
      The woman decided to proceed with an abortion for medical reasons.
    Η γυναίκα αποφάσισε να προχωρήσει σε έκτρωση για ιατρικούς λόγους.
      The legality of abortions differs from country to country.
    Η νομιμότητα των εκτρώσεων διαφέρει από χώρα σε χώρα.
      The decision to have an abortion is never an easy one.
    Η απόφαση για έκτρωση δεν είναι ποτέ εύκολη.
      The young girl never revealed to her parents the abortion she had had.
    Η νεαρή κοπέλα δεν αποκάλυψε ποτέ στους γονείς της την άμβλωση που είχε κάνει.
  2. (μη μετρήσιμο) η έκτρωση, η άμβλωση, το να κάνει έκτρωση κάποιος
      Abortion is a controversial topic.
    Η έκτρωση είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα.
      The ethical aspect of abortion is often discussed.
    Η ηθική πλευρά της άμβλωσης συζητείται συχνά.
      The woman felt that abortion was the best choice for her.
    Η γυναίκα ένιωσε ότι η άμβλωση ήταν η καλύτερη επιλογή για εκείνη.

Συγγενικά

[επεξεργασία]