Verbrecher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Verbrecher | die | Verbrecher |
γενική | des | Verbrechers | der | Verbrecher |
δοτική | dem | Verbrecher | den | Verbrechern |
αιτιατική | den | Verbrecher | die | Verbrecher |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Verbrecher (de) αρσενικό