εδάφιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εδάφιο | τα | εδάφια |
γενική | του | εδαφίου & εδάφιου |
των | εδαφίων |
αιτιατική | το | εδάφιο | τα | εδάφια |
κλητική | εδάφιο | εδάφια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εδάφιο ελληνιστική ἐδάφιον, υποκ. του εδάφους.
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εδάφιο ουδέτερο
- η μικρότερη υποδιαίρεση μιας παραγράφου ενός κειμένου
- μικρή παράγραφος κειμένου, ιδιαίτερα νομικού ή θρησκευτικού που διακρίνεται από τις άλλες με αρίθμηση αριθμού ή γράμματος του αλφάβητου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικρή παράγραφος κειμένου, ιδιαίτερα νομικού ή θρησκευτικού
|