Glas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Glas (de) ουδέτερο

  1. (κουζινικά) το ποτήρι
    er trinkt gern ein Glas Wein - πίνει ευχαρίστως ένα ποτήρι κρασί
  2. το γυαλί



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Glas < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Glas αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Glas < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Glas αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Glas < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Glas αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (G-L), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (G-L), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 16/9/2023, CC BY 4.0 [3]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Glas < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Glas αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [4]