ἔδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἔδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ed-. Συγγενές με σανσκριτικά अत्ति (átti), λατινικά edo, παλαιά αρμενικά ուտեմ (utem), χεττιτικά 𒂊𒀉𒈪 (e-id-mi), αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα ꙗсти (jasti), αγγλοσαξονικά) etan/αγγλικά eat

ἔδω (αρχαίος επικός ενεστώτας· αττικός τύπος : ἐσθίω)

  1. τρώω
  2. κατατρώγω, καταβροχθίζω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • θυμὸν ἔδοντες: «τρώγοντας» την ψυχή τους, φθείροντας την ψυχική τους διάθεση
  • οἶκον ἔδουσιν: κατασπαταλούν την περιουσία, τα υπάρχοντά τους

Συγγενικά

[επεξεργασία]