ἀπαρτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπαρτίᾱ | αἱ | ἀπαρτίαι | ||||
γενική | τῆς | ἀπαρτίᾱς | τῶν | ἀπαρτιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀπαρτίᾳ | ταῖς | ἀπαρτίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀπαρτίᾱν | τὰς | ἀπαρτίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀπαρτίᾱ | ἀπαρτίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπαρτίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπαρτίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀπαρτία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀπαρτία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή) (ιωνικός τύπος : ἀπαρτίη)
- (περιληπτικό) η οικοσκευή
- (περιληπτικό) τα λάφυρα
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀπαρτία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Περιληπτικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)