χαράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελλη��ική χαράζω < αρχαία ελληνική χαράσσω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]χαράζω και χαράσσω, πρτ.: χάραζα και χάρασσα, στ.μέλλ.: θα χαράξω, αόρ.: χάραξα, παθ.φωνή: χαράζομαι, μτχ.π.π.: χαραγμένος
- (μεταβατικό) δημιουργώ μια σχετικά βαθιά τομή (χαρακιά) στην επιφάνεια ενός αντικειμένου με οξύ όργανο
- γράφω ή σχεδιάζω κάτι σε σκληρή επιφάνεια χρησιμοποιώντας οξύ όργανο
- (μεταφορικά) εντυπώνω
- ο χρόνος χάραξε βαθιά στην καρδιά μας αυτά τα τραγούδια
- σχεδιάζω / φέρω μια ευθεία γραμμή με τη βοήθεια γεωμετρικού οργάνου (χάρακα)
- (μεταβατικό) σχεδιάζω ένα δρόμο ή (μεταφορικά) μια πορεία
- το κόμμα μας φιλοδοξεί να χαράξει μια νέα πορεία για τον τόπο
- (στο γ΄ ενικό) χαράζει: αρχίζει μόλις η καινούρια μέρα, ξημερώνει
- μόλις χάραξε, σηκώθηκα για τη δουλειά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)