φυλάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυλάσσω < *φυλακ-jω < φύλαξ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fiˈla.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐λάσ‐σω
Ρήμα
[επεξεργασία]φυλάσσω, αόρ.: φύλαξα, παθ.φωνή: φυλάσσομαι, μτχ.π.ε.: φυλασσόμενος, π.πρτ.: φυλασσόμουν, π.αόρ.: φυλάχθηκα, μτχ.π.π.: φυλαγμένος
- (λόγιο) άλλη μορφή του φυλάω / φυλώ, φυλάγω
- προφυλάσσω από κάτι
- ⮡ Δεν φυλάχθηκα και εκτέθηκα.
- ⮡ Φυλάσσονται (από ειδικούς φρουρούς) οι παίκτες μετά τις επιθέσεις εναντίον συναδέλφων τους
- (για αντικείμενα) προστατεύω κάτι, προφυλάσσω (κυρίως για πολύτιμα είδη αξίας χρηματικής ή άλλης) ή για επίσημα έγγραφ ή σε επιστημονικές φράσεις
- ⮡ φυλάσσονται σε θυρίδες
- ⮡ Τα βυζαντινά κειμήλια που φυλάσσονται στη μονή...
- ⮡ Για ένα έτος θα φυλάσσονται αρχεία με γραπτά του ΑΣΕΠ.
- ⮡ Φυλάσσονται στους 8-10 βαθμούς Κελσίου.
- ⮡ Θα φυλάσσονται' στο εξής τα βλαστικά κύτταρα.
- (σε τρίτο πρόσωπο) → δείτε τη λέξη φυλάσσεται: έχει φύλαξη για να μην εκθέτει άλλους σε κινδύνους
- ⮡ η διάβαση φυλάσσεται (είναι φυλασσόμενη)
- προφυλάσσω από κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη φυλάω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Κοινοί τύποι με το φυλάω: φύλαξα, φυλάχθηκα, φυλαγμένος
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυλάσσω | φύλασσα | θα φυλάσσω | να φυλάσσω | φυλάσσοντας | |
β' ενικ. | φυλάσσεις | φύλασσες | θα φυλάσσεις | να φυλάσσεις | φύλασσε | |
γ' ενικ. | φυλάσσει | φύλασσε | θα φυλάσσει | να φυλάσσει | ||
α' πληθ. | φυλάσσουμε | φυλάσσαμε | θα φυλάσσουμε | να φυλάσσουμε | ||
β' πληθ. | φυλάσσετε | φυλάσσατε | θα φυλάσσετε | να φυλάσσετε | φυλάσσετε | |
γ' πληθ. | φυλάσσουν(ε) | φύλασσαν φυλάσσαν(ε) |
θα φυλάσσουν(ε) | να φυλάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φύλαξα | θα φυλάξω | να φυλάξω | φυλάξει | ||
β' ενικ. | φύλαξες | θα φυλάξεις | να φυλάξεις | φύλαξε | ||
γ' ενικ. | φύλαξε | θα φυλάξει | να φυλάξει | |||
α' πληθ. | φυλάξαμε | θα φυλάξουμε | να φυλάξουμε | |||
β' πληθ. | φυλάξατε | θα φυλάξετε | να φυλάξετε | φυλάξτε | ||
γ' πληθ. | φύλαξαν φυλάξαν(ε) |
θα φυλάξουν(ε) | να φυλάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φυλάξει | είχα φυλάξει | θα έχω φυλάξει | να έχω φυλάξει | ||
β' ενικ. | έχεις φυλάξει | είχες φυλάξει | θα έχεις φυλάξει | να έχεις φυλάξει | ||
γ' ενικ. | έχει φυλάξει | είχε φυλάξει | θα έχει φυλάξει | να έχει φυλάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φυλάξει | είχαμε φυλάξει | θα έχουμε φυλάξει | να έχουμε φυλάξει | ||
β' πληθ. | έχετε φυλάξει | είχατε φυλάξει | θα έχετε φυλάξει | να έχετε φυλάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν φυλάξει | είχαν φυλάξει | θα έχουν φυλάξει | να έχουν φυλάξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυλάσσομαι | φυλασσόμουν(α) | θα φυλάσσομαι | να φυλάσσομαι | φυλασσόμενος | |
β' ενικ. | φυλάσσεσαι | φυλασσόσουν(α) | θα φυλάσσεσαι | να φυλάσσεσαι | ||
γ' ενικ. | φυλάσσεται | φυλασσόταν(ε) | θα φυλάσσεται | να φυλάσσεται | ||
α' πληθ. | φυλασσόμαστε | φυλασσόμαστε φυλασσόμασταν |
θα φυλασσόμαστε | να φυλασσόμαστε | ||
β' πληθ. | φυλάσσεστε | φυλασσόσαστε φυλασσόσασταν |
θα φυλάσσεστε | να φυλάσσεστε | (φυλάσσεστε) | |
γ' πληθ. | φυλάσσονται | φυλάσσονταν φυλασσόντουσαν |
θα φυλάσσονται | να φυλάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φυλάχτηκα | θα φυλαχτώ | να φυλαχτώ | φυλαχτεί | ||
β' ενικ. | φυλάχτηκες | θα φυλαχτείς | να φυλαχτείς | φυλάξου | ||
γ' ενικ. | φυλάχτηκε | θα φυλαχτεί | να φυλαχτεί | |||
α' πληθ. | φυλαχτήκαμε | θα φυλαχτούμε | να φυλαχτούμε | |||
β' πληθ. | φυλαχτήκατε | θα φυλαχτείτε | να φυλαχτείτε | φυλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | φυλάχτηκαν φυλαχτήκαν(ε) |
θα φυλαχτούν(ε) | να φυλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φυλαχτεί | είχα φυλαχτεί | θα έχω φυλαχτεί | να έχω φυλαχτεί | φυλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις φυλαχτεί | είχες φυλαχτεί | θα έχεις φυλαχτεί | να έχεις φυλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει φυλαχτεί | είχε φυλαχτεί | θα έχει φυλαχτεί | να έχει φυλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φυλαχτεί | είχαμε φυλαχτεί | θα έχουμε φυλαχτεί | να έχουμε φυλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε φυλαχτεί | είχατε φυλαχτεί | θα έχετε φυλαχτεί | να έχετε φυλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φυλαχτεί | είχαν φυλαχτεί | θα έχουν φυλαχτεί | να έχουν φυλαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φυλαγμένος - είμαστε, είστε, είναι φυλαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φυλαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φυλαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φυλαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φυλαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φυλαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φυλαγμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυλάσσω
→ δείτε τις λέξεις φυλάω και προφυλάσσω |
Πηγές
[επεξεργασία]- φυλάσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | φυλάσσω | |
Παρατατικός | ἐφύλασσον | |
Μέλλοντας | φυλάξω | |
Αόριστος | ἐφύλαξα | |
Παρακείμενος | πεφύλαχα | |
Υπερσυντέλικος | ἐπεφυλάχειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- φυλάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)