φέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φέτος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φέτα οι φέτες
      γενική της φέτας των φετών
    αιτιατική τη φέτα τις φέτες
     κλητική φέτα φέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δυο φέτες (και κάτι) από τυρί φέτα
ψωμί σε φέτες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fetta < (ίσως) δημώδης λατινική *offecta (κομματάκι) < λατινική offa[1] < πρωτοκελτική *yffl (κομματάκι, τεμάχιο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φέ‐τα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φέτα θηλυκό

  1. λεπτό κομμάτι σε όλο το πλάτος από κάτι, συνήθως φαγώσιμο
    μια φέτα ψωμί
  2. (ειδικότερα, τυρί) είδος μαλακού λευκού (αλμυρού) τυριού που παρασκευάζεται αποκλειστικά από πρόβειο ή αιγοπρόβειο γάλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.