τσεκάπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσεκάπ < αγγλική checkup

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσεκάπ ουδέτερο άκλιτο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • πάω για το ετήσιο τσεκάπ μου: για τον προληπτικό έλεγχο υγείας που κάνω κάθε χρόνο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]