τρέφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Των συγγενικών.


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρέφω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρέφω [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɾe.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρέ‐φω

τρέφω, πρτ.: έτρεφα, στ.μέλλ.: θα θρέψω, αόρ.: έθρεψα, παθ.φωνή: τρέφομαι, π.αόρ.: τράφθηκα, μτχ.π.π.: θρεμμένος

  1. παρέχω σε κάποιον τροφή, φαγητό
  2. παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει
  3. έχω, νιώθω
    τρέφω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του
  4. αφήνω να αναπτυχθεί
    τρέφω μούσι
  5. εκτρέφω ζώα
  6. (για τραύμα / πληγή) επουλώνομαι, κλείνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  τρέφω   τρέφομαι 
Παρατατικός  ἔτρεφον   ἐτρεφόμην 
Μέλλοντας  θρέψω   θρέψομαι 
Αόριστος  ἔθρεψα   ἐθρεψάμην, ἐτράφην, ἐθρέφθην 
Παρακείμενος  τέτροφα   τέθραμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐτεθράμμην 
Συντελ.Μέλλ.

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και δείτε τα παράγωγά τους

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

θέμα με α: τραφ-

θέμα με ε: θρεπ-, θρεψ-

θέμα με ε: τρεφ-

θέμα με ο: τροφ-