σερίφης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σερίφης | οι | σερίφηδες |
γενική | του | σερίφη | των | σερίφηδων |
αιτιατική | τον | σερίφη | τους | σερίφηδες |
κλητική | σερίφη | σερίφηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σερίφης (< γαλλική shérif) < αγγλική sheriff < αγγλοσαξονικά scirgerefa < scir + gerefa
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σερίφης αρσενικό
- (επάγγελμα, Αμερική) αστυνομικό όργανο, που εκλέγεται ή ορίζεται στη θέση αυτή για κάποιο χρονικό διάστημα
- (επάγγελμα, Βρετανία) αξιωματούχος σε κομητεία, με διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)