πόλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
αγώνας πόλο με άλογα
αγώνας πόλο σε πισίνα
μπλουζάκι τύπου πόλο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πόλο < αγγλική polo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόλο ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) είδος παιχνιδιού στο οποίο δυο έφιππες ομάδες προσπαθούν να σπρώξουν μια ξύλινη μπάλα με ένα είδος σφυριού με επίμηκες χερούλι
  2. (ναυτικός όρος): ναυτάθλημα, η υδατοσφαίριση
  3. κοντομάνικο μπλουζάκι με γιακά και άνοιγμα στο λαιμό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πόλο