πανόραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανόραμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική panorama < παν- + ὅραμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανόραμα ουδέτερο
- η ευρεία θέα ενός τοπίου η πόλης από κάποιο ψηλό μέρος
- (μεταφορικά) η παρουσίαση μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου ή γεωγραφικής έκτασης με οπτικοακουστικό υλικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Πανόραμα (τοπωνύμιο)