πέψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέψη οι πέψεις
      γενική της πέψης* των πέψεων
    αιτιατική την πέψη τις πέψεις
     κλητική πέψη πέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πέψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέψη < αρχαία ελληνική πέψις < πέσσω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέψη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]