πάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πάγω, παγαίνω, πηγαίνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάω < μεσαιωνική ελληνική πάγω < αρχαία ελληνική ὑπάγω

πάω

πηγαίνω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  1. (δεν) πάω τον/την: (δεν) μου αρέσει ο/η, (δεν) συμπαθώ τον/την
    • δεν τον πάω καθόλου το Γιώργο
  2. πάω παρακάτω: προχωράω στο επόμενο θέμα - προτιμάται κυρίως όταν εννοείται αναφορά σε επόμενο εδάφιο γραπτού λόγου (αντί του πάω παραπέρα)
  3. πάω παραπέρα: όπως το πάω παρακάτω
  4. πάω πάσο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • η ελλειπτική μορφή πα' χρησιμοποιείται, κυρίως προφορικά, για οποιαδήποτε μορφή του πάω (πας, πάει, πάμε, πάτε, πάνε)
    λέω να πα' να φάω κάνα σουβλάκι
  • η μορφή πάω είναι ταυτόσημη με το πηγαίνω μόνο στον ενεστώτα (στους υπόλοιπους χρόνους το πάω χρησιμοποιείται για στιγμιαία κίνηση σε αντίθεση με τις μορφές που περιέχουν το "παγ-" ή το "πηγ-" οι οποίες χρησιμοποιούνται για εξακολουθητική κίνηση)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]