οστεολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οστεολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀστεολογία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ste.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐στε‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οστεολογία θηλυκό
- (ιατρική) τομέας της ιατρικής που ασχολείται με την μελέτη, την θεραπεία και την αποκατάσταση των οστών
- ※ Ερειστικό σύστημα: Οστεολογία – Μυολογία - Συνδεσμολογία (Περίγραμμα Μαθήματος: Ανατομία Ι, Οδηγοί Σπουδών Προηγούμενων Ακαδημαϊκών Ετών/Περιγραφή Μαθημάτων 2018-2019, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πλατφόρμα Τηλεκπαίδευσης, eclass.duth.gr, ανακτήθηκε στις 22/6/2024 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οστεολογία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ οστεολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)