ντουλαπάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /du.laˈpas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντου‐λα‐πάς
- τονικό παρώνυμο: ντουλάπας
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ντουλαπάς < ντουλάπ(ι) + -άς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντουλαπάς αρσενικό
- (νεολογισμός, ανεπίσημο) τεχνίτης που ειδικεύεται στην κατασκευή ντουλαπιών και ερμαρίων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ντουλαπάς < χιουμοριστικό «μεταφραστικό» δάνειο από αγγλική cabinet (το ντουλάπι, η ντουλάπα, αλλά και το Υπουργικό Συμβούλιο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντουλαπάς αρσενικό
- (νεολογισμός, πολιτική, αργκό, μειωτικό) το μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψ��ράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)