Μετάβαση στο περιεχόμενο

μολότοφ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μολότοφ < (άμεσο δάνειο) αγγλική molotov (Molotov cocktail) < ρωσική γλώσσα, από το όνομα του Μολότοφ (Вячеслав Михайлович Молотов)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈlo.tof/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μολότοφ θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]