μολότοφ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μολότοφ < (άμεσο δάνειο) αγγλική molotov (Molotov cocktail) < ρωσική γλώσσα, από το όνομα του Μολότοφ (Вячеслав Михайлович Молотов)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μολότοφ θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο
- είδος αυτοσχέδιας βόμβας, που παρασκευάζεται μ' ένα μπουκάλι, το οποίο περιέχει βενζίνη ή άλλο εύφλεκτο υγρό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μολότοφ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μολότοφ