κούρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κούρεμα < μεσαιωνική ελληνική κούρευμα < αρχαία ελληνική κουρά
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κούρεμα ουδέτερο
- η κοπή των μαλλιών ανθρώπων ή ζώων
- (συνεκδοχικά) ο τρόπος που είναι κουρεμένα τα μαλλιά
- (μεταφορικά) η μείωση της αξίας των κρατικών ομολόγων, με απόφαση της κυβέρνησης μιας χώρας
- (μεταφορικά) ο ήχος και η φθορά που προκαλείται στα γρανάζια του κιβωτίου των ταχυτήτων των οχημάτων από κακή χρήση κατά την αλλαγή ταχύτητας
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη κουρεύω