κινητό τηλέφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κινητό τηλέφωνο | τα | κινητά τηλέφωνο |
γενική | του | κινητού τηλεφώνου | των | κινητών τηλεφώνων |
αιτιατική | το | κινητό τηλέφωνο | τα | κινητά τηλέφωνο |
κλητική | κινητό τηλέφωνο | κινητά τηλέφωνο | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κινητό τηλέφωνο < → δείτε τις λέξεις κινητό και τηλέφωνο, νεολογισμός τέλους 20ου αιώνα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mobile phone
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]κινητό τηλέφωνο ουδέτερο
- (τηλεπικοινωνίες) συσκευή τηλεφώνου που δεν είναι συνδεμένη με καλώδιο, αλλά δέχεται και πραγματοποιεί κλήσεις ασύρματα μέσω δικτύου κινητής τηλεφωνίας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κινητό τηλέφωνο
Πηγές
[επεξεργασία]- κινητό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Συσκευές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)