εξέδρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξέδρα | οι | εξέδρες |
γενική | της | εξέδρας | των | εξεδρών |
αιτιατική | την | εξέδρα | τις | εξέδρες |
κλητική | εξέδρα | εξέδρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξέδρα θηλυκό
- υπερυψωμένη κατασκευή (συνήθως ξύλινη), για διάφορους σκοπούς
- εξέδρα καταδύσεων (κατασκευή σε ορισμένο ύψος στις πισίνες, από το οποίο κάνει βουτιά ο κολυμβητής)
- εξέδρα επισήμων (σε παρελάσεις συνήθως)
- εξέδρα άντλησηςπετρελαίου
- εξέδρες γηπέδου (εξέδρες καθισμάτων)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξέδρα
|