διπλά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δίπλα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

διπλά < διπλός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

διπλά

  1. δύο φορές ή με δύο διαφορετικούς τρόπους ή για δύο διαφορετικούς λόγους
    το νέο της επιδημίας στη μακρινή χώρα μάς ανησύχησε διπλά, πρώτα για την τύχη των αγαπημένων μας προσώπων που ��ουν εκεί και ύστερα για την πιθανότητα εξάπλωσής της

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

διπλά