δεξιοτέχνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðe.ksi.oˈte.xnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐ξι‐ο‐τέ‐χνης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεξιοτέχνης αρσενικό
- μουσικός που έχει αναπτύξει μεγάλη ικανότητα και επιδεξιότητα στο παίξιμο ενός μουσικού οργάνου
- αυτός που έχει αναπτύξει μεγάλη ικανότητα και επιδεξιότητα σε κάποια τέχνη, άθλημα ή άλλη δραστηριότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις δεξιός και τέχνη