Μετάβαση στο περιεχόμενο

βαλσαμέλαιο

Από Βικιλεξικό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ��ο βαλσαμέλαιο τα βαλσαμέλαια
      γενική του βαλσαμέλαιου
βαλσαμελαίου
των βαλσαμέλαιων
βαλσαμελαίων
    αιτιατική το βαλσαμέλαιο τα βαλσαμέλαια
     κλητική βαλσαμέλαιο βαλσαμέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαλσαμέλαιο < βάλσαμ(ο) + -έλαιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαλσαμέλαιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]