αἰετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἰετός | οἱ | αἰετοί |
γενική | τοῦ | αἰετοῦ | τῶν | αἰετῶν |
δοτική | τῷ | αἰετῷ | τοῖς | αἰετοῖς |
αιτιατική | τὸν | αἰετόν | τοὺς | αἰετούς |
κλητική ὦ! | αἰετέ | αἰετοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰετώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰετοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰετός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αἰετός, -οῦ αρσενικό
- (πτηνό) επικός και ιωνικός τύπος του ἀετός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 543 (541-543)
- αὐτὰρ ἐγὼ κλαῖον καὶ ἐκώκυον ἔν περ ὀνείρῳ, | ἀμφὶ δ᾽ ἔμ᾽ ἠγερέθοντο ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί, | οἴκτρ᾽ ὀλοφυρομένην ὅ μοι αἰετὸς ἔκτανε χῆνας.
- Εγώ, στο όνειρο μέσα, κλαίω και σφαδάζω, τριγύρω μου | μαζεύονται ντόπιες γυναίκες καλοπλέξουδες, συμπάσχοντας | για τον πικρό οδυρμό μου, που ένας αετός θανάτωσε τις χήνες μου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐγὼ κλαῖον καὶ ἐκώκυον ἔν περ ὀνείρῳ, | ἀμφὶ δ᾽ ἔμ᾽ ἠγερέθοντο ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί, | οἴκτρ᾽ ὀλοφυρομένην ὅ μοι αἰετὸς ἔκτανε χῆνας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 5. Πυθέᾳ ‹Αἰγινήτῃ ἀγενείῳ› παγκρατιαστῇ, 22 (5.22)
- καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ᾽ αἰετοί.
- και πέρ᾽ απ᾽ τα πέλαγα παίρνουν οι αητοί το πέταμά των.
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ᾽ αἰετοί.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1040 (1040-1041)
- οὐδ᾽ ἢν θέλωσ᾽ οἱ Ζηνὸς αἰετοὶ βορὰν | φέρειν νιν ἁρπάζοντες ἐς Διὸς θρόνους·
- ουδέ αν θέλουν του Δία οι αετοί | ν᾽ αρπάξουν και να πάνε τις σάρκες του στους θρόνους του,
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ἢν θέλωσ᾽ οἱ Ζηνὸς αἰετοὶ βορὰν | φέρειν νιν ἁρπάζοντες ἐς Διὸς θρόνους·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 543 (541-543)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ἀετός
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀετός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰετός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσια��τικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πτηνά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Επικοί τύποι
- Ιωνική διάλεκτος
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πίνδαρο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)