ατού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατού < (λόγιο δάνειο) γαλλική atout

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈtu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ατού ουδέτερο άκλιτο

  1. οποιοδήποτε προτέρημα ή ιδιότητα που δίνει υπεροχή σε αυτόν που την έχει
  2. (χαρτοπαίγνιο) το χρώμα που ορίζεται ότι είναι ανώτερο από τα άλλα
  3. (χαρτοπαίγνιο) οποιοδήποτε χαρτί χρώματος που έχει οριστεί ως ατού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ατού

  1. γενική ενικού του ατός
  2. γενική ενικού του ατό