αγάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγάλι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγάλι < *αγάλιν < *ἀγάληνα < ἀγαληνά < ἀγαληνός < αρχαία ελληνική γαληνός[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈɣa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γά‐λι

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αγάλι (τροπικό επίρρημα)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Συνήθως χρησιμοποιείται με αναδίπλωση, δηλαδή δύο φορές, π.χ. αγάλι-αγάλι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αγάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγάλιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)