Φαραώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Φαραώ < από την αιγυπτιακή λέξη Περ-αα (μεγάλος οίκος, παλάτι και βασιλιάς)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Φαραώ αρσενικό άκλιτο
- τίτλος των βασιλιάδων της Αιγύπτου μέχρι την κατάκτησή της από τους Πέρσες -έγινε διεθνής μέσω της Αγίας Γραφής
- (πιθανόν) βασιλιάς της Αιγύπτου (κατά τον Ιώσηπο υπήρξε ένας βασιλιάς με το όνομα Φαραώ ή Φαραών και από το όνομα εκείνου πήραν τον τίτλο τους οι μεταγενέστεροι βασιλιάδες της χώρας)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- οι δέκα πληγές του Φαραώ : για πολλαπλές και μεγάλες δυστυχίες