Δευτέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δευτέρα | οι | Δευτέρες |
γενική | της | Δευτέρας | — | |
αιτιατική | τη | Δευτέρα | τις | Δευτέρες |
κλητική | Δευτέρα | Δευτέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δευτέρα < ελληνιστική κοινή Δευτέρα (εννοείται η δεύτερη ημέρα μετά το Σάββατο - «Δευτέρα Σαββάτου») < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου δεύτερος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðeˈfte.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δευ‐τέ‐ρα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δευτέρα θηλυκό
- η δεύτερη ημέρα της εβδομάδας, μετά την Κυριακή και πριν την Τρίτη
- ⮡ Δύσκολο το ξύπνημα τη Δευτέρα το πρωί!
- η δεύτερη τάξη του δημοτικού σχολείου
- ⮡ Τι τάξη πηγαίνεις; - Δευτέρα.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- Καθαρά Δευτέρα και Καθαρή Δευτέρα: η πρώτη Δευτέρα που έρχεται μετά την Αποκριά, η πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής.
- Μεγάλη Δευτέρα : η Δευτέρα της Μεγάλης Εβδομάδας
- Δευτέρα του Πάσχα, Δευτέρα της Διακαινησίμου : η επόμενη μέρα της Κυριακής του Πάσχα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέρα της εβδομάδας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μέρες της εβδομάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)