ŝerci

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: serĉi

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ŝerci < γερμανική scherzen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃeɾ.t͡si/
ρήμα ŝerci
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝercas ŝercanta ŝercata
αόριστος ŝercis ŝercinta ŝercita
μέλλοντας ŝercos ŝerconta ŝercota
υποθετική ŝercus - -
προστακτική ŝercu - -

ŝerci (eo)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]