Φάσσα
Φάσσα | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη φάσσα
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Columba palumbus ( Περιστερά η λευκόλαιμος ) [iv] Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Columba palumbus azorica |
Η φάσσα [3] είναι πτηνό της οικογενείας των Περιστεριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Columba palumbus και περιλαμβάνει 5 υποείδη.[4]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Columba palumbus palumbus.[4]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους Columba, είναι λατινική και αντιστοιχεί ακριβώς στην ελληνική λέξη Περιστέρι. Η ονομασία φάσσα έχει αρχαϊκή προέλευση αλλά είναι αγνώστου ετυμολογίας: [ΕΤΥΜ αρχ., αγν. ετύμου, που συνδ. με το αρχαϊκό ουσ. φάψ, φαβός μέσω τ. *φάζα< *<pas-ja, πβ. κ. νήσσα, κίσσα].[5]
Γεωγραφική κατανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φάσσα είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος με ευρεία κατανομή σε περιοχές του Παλαιού Κόσμου, από τις ακτές του Ατλαντικού (Μαρόκο, Πορτογαλία, Ιρλανδία, μέχρι ανατολικά στη Σιβηρία και, βόρεια μέχρι τις 67 μοίρες γεωγραφικό πλάτος, περίπου). Στην Ευρώπη, απαντάται σε όλη την επικράτεια εκτός από την Ισλανδία και τη βόρεια Σκανδιναβία. Ένα είδος είναι ενδημικό των Αζορών, ενώ κάποτε υπήρχε ένα ακόμη ενδημικό, στη νήσο Μαδέιρα, [iii] το οποίο όμως έχει σήμερα εξαφανιστεί.[4]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Columba palumbus azorica | A και Κ Αζόρες | Ενδημικό στα νησιά. Κινδυνεύει (Ε1) | |
2 | Columba palumbus casiotis | Β Ομάν, ΝΑ Ιράν, Αφγανιστάν, Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν | ΝΔ και Κ Ιμαλάια (ΒΔ Ινδία, Νεπάλ), Κίνα (Τιεν Σαν) | |
3 | Columba palumbus excelsa | ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία | ||
4 | Columba palumbus iranica | ΝΔ και Β Ιράν | ΒΔ Τουρκμενιστάν | Πιθανή διασταύρωση με το 5 στην Α Τουρκία και Τρανσκαυκασία |
5 | Columba palumbus palumbus | ΒΔ Αφρική και Ευρώπη, ανατολικά προς Ιράκ, περιοχές Καυκάσου και Ουράλια Όρη | Οι βορειότεροι πληθυσμοί μεταναστεύουν στη Ν Ευρώπη, οι νοτιότεροι περνάνε στη Β Αφρική | Πιθανή διασταύρωση με το 4 στην Α Τουρκία και Τρανσκαυκασία |
Πηγές:[4][6][7][8] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι δυτικοί και νότιοι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί τείνουν να είναι καθιστικοί, με μικρές μόνον μετακινήσεις, ενώ αντίθετα οι ανατολικοευρωπαϊκοί και οι δυτικοί ασιατικοί πληθυσμοί είναι μεταναστευτικοί. Γενικά, η μετανάστευση εντείνεται από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά. Έτσι, π.χ., οι πληθυσμοί των βρετανικών νησιών και της Μεσογείου είναι επιδημητικοί, ενώ στους πληθυσμούς της Ολλανδίας, του Βελγίου και της ΒΔ Γερμανίας, υπάρχει μετανάστευση σε ποσοστό 30-55%. Τέλος, τα άτομα που αναπαράγονται σε Σκανδιναβία, Ελβετία και Α Ευρώπη, είναι πλήρως μεταναστευτικά.
Οι φάσσες μεταναστεύουν κατά σμήνη, συνήθως τις απογευματινές ώρες, με αίθριο καιρό και ελαφρώς ούριο άνεμο. Αποφεύγουν τα περάσματα πάνω από ψηλά βουνά και μεγάλες θάλασσες, οπότε ταξιδεύουν κατά μήκος ακτών ή στενών διόδων μέσα από τις οροσειρές. Η φθινοπωρινή αποδημία των ευρωπαϊκών πληθυσμών αρχίζει στα μέσα Σεπτεμβρίου και διαρκεί μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, με κορύφωση στα μέσα Οκτωβρίου.
Η εαρινή μετανάστευση ξεκινά το Φεβρουάριο, σπάνια στο τέλος του Ιανουαρίου και, στην ίδια περίοδο αρχίζει η κατάληψη των εδαφών αναπαραγωγής. Η αποδημία κορυφώνεται το Μάρτιο και τον Απρίλιο και διαρκεί μέχρι τις αρχές Μαΐου. Στην κεντρική Ευρώπη, οι περιοχές αναπαραγωγής ως επί το πλείστον έχουν πληρωθεί στις αρχές έως τα μέσα Μαρτίου, ενώ στις βορειότερες περιοχές μέχρι τα μέσα του Απριλίου.[9]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Γιβραλτάρ, τη Μαυριτανία, την Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.[1]
Στην Ελλάδα, η φάσσα απαντά τόσο ως αναπαραγόμενο επιδημητικό είδος, όσο και ως μερικώς μεταναστευτικό (διαβατικό και χειμερινός επισκέπτης). Οι μόνιμοι πληθυσμοί, κατά τη διάρκεια του χειμώνα μεταναστεύουν νοτιότερα.[10]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι φάσσες κατοικούν σε δασωμένα τοπία όλων των ειδών, ενδεχομένως αρκετά πυκνά για φώλιασμα, αλλά συχνάζουν και σε μεμονωμένα δέντρα ή θάμνους. Εάν αυτά λείπουν, μπορούν να φωλιάσουν σε καλλιεργημένες εκτάσεις, ή αμμολόφους κοντά σε ακτές, επίσης σε βουνίσιες χαράδρες και σκιερές θέσεις κάποιου υψομέτρου. Ωστόσο, ιδιαίτερα στη βόρεια Ευρώπη, απαντούν μέσα στον αστικό ιστό (δένδρα σε λεωφόρους, πάρκα, νεκροταφεία κοκ), συχνά στα κέντρα των πόλεων. Οι θέσεις αναπαραγωγής δεν πρέπει να είναι πολύ μακριά από τα κατάλληλα ενδιαιτήματα διατροφής, ενώ οι πτήσεις για αναζήτηση τροφής συνήθως περιορίζονται στην περιοχή της φωλιάς αλλά, ανάλογα με την προσφορά, επίσης και σε απόσταση 10 έως 15 χιλιομέτρων, μακρύτερα.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα πέντε πρώτα στατιστικώς προτιμώμενα οικοσυστήματα είναι τα εξής: πλατύφυλλα δάση, πόλεις, χωριά, καλλιέργειες, θαμνώδεις εκτάσεις.[11]
Στην Ελλάδα ανευρίσκεται σε δάση φυλλοβόλων (κυρίως βελανιδιάς) και μικτά ή κωνοφόρα δάση, και τους παρακείμενους ανοικτούς χώρους και αγρούς. Σπάνια, λόγω έντονης θήρευσης, θα βρεθεί σε αστικές ή περιαστικές περιοχές.[10][12]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φάσσα είναι εύκολα αναγνωρίσιμη λόγω του μεγέθους της και, συγκεκριμένα, είναι το μεγαλύτερο από τα μέλη της οικογενείας όπου ανήκει.
Τα ενήλικα άτομα έχουν γενικό χρώμα γκρι-μπλε στην άνω επιφάνεια του σώματος, με την περιοχή των ώμων να είναι γκρίζα στο χρώμα του σχιστόλιθου (slate grey). Ο λαιμός και το στήθος είναι γκριζωπά-μπορντό στο χρώμα του «κρασιού» (vinaceous), ενώ προς την κοιλιά το χρώμα είναι πιο φωτεινό, για να γίνει πολύ ανοικτό γκρι στα κάτω καλυπτήρια πτερά της ουράς. Το κεφάλι είναι επίσης μπλε-γκρι, ενώ στις πλευρές του λαιμού και του αυχένα επικρατεί, από πάνω προς τα κάτω, μία περιοχή με πράσινη-μωβ μεταλλική απόχρωση και, δύο χαρακτηριστικά λευκά «μπαλώματα» στο πίσω μέρος, ένα σε κάθε πλευρά. Αυτό το στοιχείο, διαφοροποιεί -μαζί με το μεγάλο μέγεθος- τις φάσσες από τα άλλα περιστέρια.
Κατά τα άλλα, τα εσωτερικά δευτερεύοντα καλυπτήρια και τα πρωτεύοντα ερετικά πτερά, είναι γκρίζα στο χρώμα του σχιστόλιθου, αλλά τα εξωτερικά δευτερεύοντα καλυπτήρια είναι στη άνω επιφάνεια λευκά, στοιχείο που δημιουργεί μια εντυπωσιακή λευκή λωρίδα στις πτέρυγες, ένα επίσης χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τις φάσσες από τα άλλα περιστέρια. Τα πτερά της ουράς είναι γκρίζα, αλλά στην άνω επιφάνεια και προς την άκρη, γίνονται πολύ σκουρότερα, δημιουργώντας έτσι μία μελανή ταινία στην άκρη της ουράς. Στην κάτω επιφάνειά τους, έχουν επί πλέον μία μεγάλη λευκή περιοχή, μεταξύ της γκρίζας βάσης και της ακραίας μαύρης ταινίας.
Το ράμφος είναι στη βάση του ροζ έως κόκκινο, πορτοκαλί προς κίτρινο στο άκρο του, με σαρκώδες υπόλευκο κήρωμα. Οι ταρσοί και τα δάκτυλα έχουν χρώμα που κυμαίνεται από ανοικτό έως σκούρο κόκκινο, ενώ η ίριδα είναι φωτεινή κίτρινη.
Τα φύλα είναι πολύ παρόμοια εξωτερικά, αλλά τα θηλυκά εμφανίζουν λιγότερο μπορντώ χρώμα στο στήθος, ενώ οι λευκές κηλίδες στις πλευρές του λαιμού είναι ελαφρώς μικρότερες. Τα αρσενικά είναι ελαφρώς ογκωδέστερα και βαρύτερα από τα θηλυκά. Τα νεαρά άτομα είναι σαφώς πιο «θαμπά» σε χρωματισμούς, χωρίς την κοκκινωπή ζώνη στο στήθος και τα λευκά «μπαλώματα» στις πλευρές του λαιμού, τα οποία αρχίζουν να εμφανίζονται σε ηλικία 6 μηνών περίπου και, διευρύνονται συνεχώς, μέχρις ότου σχηματιστούν πλήρως, στους 8 μήνες περίπου. Η ίριδα είναι πρασινοφαιόχρωμη, το ράμφος και οι ταρσοί γκριζωπά.
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος : (38-)40 έως 42(-44,5) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 68 έως 77 (-80) εκατοστά
- Μήκος ράμφους: 1,9 έως 2,2 εκατοστά
- Μήκος ουράς: 13,8 έως 15 εκατοστά
- Βάρος: Αρσενικό 532.7 ± 72.68 γραμμάρια, Θηλυκό 500.6 ± 76.53 (μέσος όρος για δείγματα 35-50 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο).[11]
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αναζήτηση τροφής λαμβάνει χώρα τόσο στο έδαφος, όσο και σε δένδρα ή θάμνους, σε αντίθεση με τα άλλα περιστέρια της κεντρικής Ευρώπης. Το είδος είναι αγελαίο όταν τρέφεται και, σχηματίζει πολύ συχνά μικρά κοπάδια. Το διαιτολόγιο είναι σχεδόν αποκλειστικά φυτικής προέλευσης, με κύριο συστατικό τα βελανίδια (ιδιαίτερα το φθινόπωρο), τα κάρυα της οξυάς, τους σπόρους και τα δημητριακά. Ωστόσο, καταναλώνεται ένα ευρύ φάσμα άλλων παρόμοιων τροφών, ανάλογα με την τοπική προσφορά, όπως πράσινα φύλλα, βλαστοί και άνθη διαφόρων φυτών (Caryophylaceae, Cruciferae, Compositae), μούρα, σύκα και άλλα φρούτα, ή κόνδυλοι (π.χ. πατάτες ή τεύτλα).
Παρά ταύτα οι πληθυσμοί που συχνάζουν στις πόλεις (ιδιαίτερα τις βορειοευρωπαϊκές, όπου δεν διώκεται), τρέφονται με ψωμί και άλλα προϊόντα αρτοποιίας. Τροφή ζωικής προέλευσης προστίθεται περιστασιακά , όπως έντομα, μαζί με κάμπιες και προνύμφες, αρθρόποδα και γαιοσκώληκες. Μερικές φορές, οι φάσσες τρώνε μικρά μαλάκια (γαστερόποδα), πιθανόν για να αναπληρωθεί το ασβέστιο στη διατροφή τους.
Πτήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πτήση της φάσσας είναι γρήγορη, με τακτικά φτεροκοπήματα διακοπτόμενα από μια περιστασιακή απότομη κίνηση των φτερών, χαρακτηριστικό των περιστεριών γενικά. Όταν απογειώνεται οι πτέρυγες παράγουν χαρακτηριστικό δυνατό ήχο (clattering), ενώ μπορεί να αλλάζει κατεύθυνση πολύ εύκολα.
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι φάσσες είναι αγελαία πτηνά και, κατά τις μή αναπαραγωγικές εποχές, σχηματίζουν μεγάλα κοπάδια στις περιοχές σίτισης, ιδιαίτερα στα καλλιεργημένα χωράφια, όπου μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές στις φυτείες. Αυτή είναι μία από τις αιτίες, που επιτρέπεται το κυνήγι τους σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Πολύ συχνά σχηματίζει ανάμικτα σμήνη με τα οικιακά περιστέρια και τα φασσοπερίστερα.[13]
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι φάσσες αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα, ήδη από το επόμενο της γέννησής τους έτους και, φαίνεται να είναι μονογαμικές. Η επιλογή της θέσης φωλιάσματος γίνεται από τα αρσενικά και την υπερασπίζονται σθεναρά, εάν όμως είναι αρκετές, την τελική επιλογή κάνει το θηλυκό. Η έκτασή της ποικίλλει ανάλογα με την πυκνότητα του αναπαραγομένου πληθυσμού που, σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να είναι μία (1) και μοναδική θέση πάνω σε ένα δένδρο, οπότε δίνονται παραγματικές μάχες για τη διεκδίκησή της.
Τα αρσενικά δείχνουν έντονη επιθετικότητα κατά την αναπαραγωγική περίοδο, η οποία ξεκινάει τον Απρίλιο και μπορεί να επεκταθεί επί μακρόν, αλλά οι πετυχημένες ωοτοκίες περιορίζονται σε μικρότερα χρονικά διαστήματα. Η ωοτοκία πραγματοποιείται δύο ή και τρεις φορές μέσα σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.[14], με την τελευταία να φθάνει μέχρι τον Οκτώβριο.
Στις περιοχές όπου φωλιάζει (βλ. Βιότοπος), η φάσσα κατασκευάζει τη φωλιά της πάνω σε ένα δένδρο (συνήθως κωνοφόρο) ή θάμνο, σπανιότερα σε ένα γείσο κτηρίου ή σε ένα βράχο. Εάν δεν γίνεται αλλιώς, μπορεί να φωλιάσει πάνω στο έδαφος σε μία, κατά τα άλλα, άδενδρη τοποθεσία.[15]
Η φωλιά είναι συνήθως μία λεπτή αλλά στέρεη πλατφόρμα από μη φυλλοφόρους κλάδους και, αραιοδομημένη, αφού τα αυγά διακρίνονται εάν δει κάποιος από κάτω.[14] Κατασκευάζεται από το θηλυκό, με υλικά που φέρνει το αρσενικό και, ολοκληρώνεται στις 6-13 ημέρες, αν και υπάρχουν περιπτώσεις που φτιάχνεται σε 2 μόνον ημέρες. Οι παλαιότερες φωλιές επαναχρησιμοποιούνται, όπως επίσης και οι φωλιές άλλων πουλιών.
Η γέννα αποτελείται από 2 αυγά, σπάνια μόνον 1, βάρους 18,9 γραμμαρίων κατά μέσον όρο περίπου, από το οποίο το 7% είναι κέλυφος. Η επώαση αρχίζει με την εναπόθεση του πρώτου αυγού και, πραγματοποιείται τόσο από το θηλυκό όσο και από το αρσενικό για 17 ημέρες.[11][14] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, εφοδιάζονται στην αρχή με τροφή από τους γονείς, αργότερα όμως αφήνονται περισσότερο μόνοι τους. Είναι ικανοί προς πτήση στις 29-35 ημέρες.
- Όπως και στα άλλα περιστέρια, οι νεοσσοί τρέφονται αρχικά με ένα ειδικό υγρό που παράγεται σε ειδική θυλακοειδή θέση του οισοφάγου των ενηλίκων (crop). Είναι πολύ πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά και εξεμείται προς τους νεοσσούς, στοιχείο που του έδωσε τη χαρακτηριστική ονομασία «γάλα περιστεριού» (Cropmilk, Kropfmilch).
Στην Ελλάδα, οι φάσσες φωλιάζουν σε όλη τη χώρα ως επιδημητικά πτηνά.[10][16]
Φυσικοί θηρευτές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κύριος θηρευτής της φάσσας στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, είναι το Διπλοσάινο, ενώ στη νότια Ευρώπη ο Σπιζαετός. Από δείγματα θηραμάτων του πρώτου, που έχουν ταυτοποιηθεί, έχει αποδειχθεί ότι η φάσσα είναι μέσα στα πέντε πρώτα αγαπημένα του θηράματα, κυρίως λόγω της αφθονίας και της ευρείας κατανομής της. Λιγότερο συχνά θηρεύεται από άλλα ημερόβια αρπακτικά πτηνά, όπως είναι ο Πετρίτης, το Ξεφτέρι και η Γερακίνα. Επίσης, από τα νυκτόβια αρπακτικά, ο Μπούφος είναι ένα είδος που τρώει τακτικά φάσσες. Τέλος, μάστιγα για τους νεοσσούς της φάσσας, αποτελούν τα κορακοειδή (καρακάξες, κουρούνες, κάργιες κοκ).
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φάσσα περιλαμβάνεται σε εκείνα τα είδη πτηνών που έχουν υποστεί πολύ μεγάλες πιέσεις από το εντατικό κυνήγι, με τη θήρευσή της να επιτρέπεται σε πολλές χώρες, -πέραν της λαθροθηρίας-. Στη δεκαετία του 1970 εκτιμάται ότι, κάθε χρόνο στην Ευρώπη, τουλάχιστον 4 με 5 εκατομμύρια πουλιά είχαν πυροβοληθεί και, μόνο στη Γερμανία, η ετήσια αποτίμηση ήταν -μεταξύ 1990 και 2005- από 655.000 έως 917.000 άτομα.[17]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ στην Ευρώπη οι πληθυσμοί υφίστανται ισχυρές πιέσεις από το εντατικό κυνήγι, σε παγκόσμιο επίπεδο οι πληθυσμοί παραμένουν σταθεροί. Αυτός είναι και ο λόγος που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο η Φάσσα απαντά και με τις ονομασίες Φασσί, Γαϊδουροπερίστερο, Δεντροπερίστερο και Χοντροπερίστερο, ενώ είναι πιθανότατα η κατά τον Αριστοτέλη, Φάττα, Φλάψ ή Φάψ.[18]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Συμπεριλαμβάνει και το Columba palumbus kirmanica [19]
ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και τα Columba palumbus ghigii, Columba palumbus kleinschmidtii [20]
iii. ^ †Columba palumbus maderensis [4]
iv. ^ Επίσης, Περιστερά η λευκαύχην [18]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Columba palumbus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ Howard and Moore, p. 157
- ↑ Η σωστή γραφή είναι με δύο «σ», βλ. Μπαμπινιώτης, σ. 1873
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Howard and Moore, p. 158
- ↑ Μπαμπινιώτης, σ. 1873
- ↑ BirdLife International and NatureServe (2012). «Columba palumbus: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ Αγγλική και Γερμανική Βικιπαίδεια
- ↑ http://ibc.lynxeds.com/species/common-woodpigeon-columba-palumbus
- ↑ v. Blotzheim & Bauer
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Όντρια, σ. 133
- ↑ 11,0 11,1 11,2 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob6700.htm
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2013.
- ↑ Bruun, p. 166
- ↑ 14,0 14,1 14,2 Harrison, p. 194
- ↑ Harrison, p. 193
- ↑ Κόκκινο Βιβλίο, σ. 156
- ↑ Deutscher Jagdschutzverband e. V. : DJV Handbuch 2005. Mainz: S. 325–327
- ↑ 18,0 18,1 Απαλοδήμος, σ. 62
- ↑ Howard and Moore, p. 158, note 3
- ↑ Howard and Moore, p. 158, note 2
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 49 , λήμμα «Περιστέρι»
- Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1997. Handbook of the Birds of the World, vol. 4: Sandgrouse to Cuckoos. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
- Fuller, E. 2000. Extinct birds. Oxford University Press, Oxford.
- Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.
- Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.
- Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2002. Earlier arrival of some farmland migrants in western Poland. Ibis 144: 62-68.
- Zalakevicius, M.; Bartkeviciene, G.; Raudonikis, L.; Janulaitis, J. 2006. Spring arrival response to climate change in birds: a case study from eastern Europe. Journal of Ornithology 147: 326-343.
- E. Bezzel: Kompendium der Vögel Mitteleuropas. Nonpasseriformes – Nichtsingvögel. Aula, Wiesbaden 1985, ISBN 3-89104-424-0.
- U. N. Glutz v. Blotzheim und K. M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Bd. 9., 2. Aufl., AULA-Verlag, Wiesbaden 1994, ISBN 3-89104-562-X, S. 64–97.
- L. Svensson, K. Mullarney und D. Zetterström: Der Kosmos Vogelführer. Kosmos, Stuttgart 2011, ISBN 978-3-440-12384-3, S. 214–215.
- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- CRC Handbook of Avian Body Masses by John B. Dunning Jr. (Editor). CRC Press (1992), ISBN 978-0-8493-4258-5.