Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καστανόπαπια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καστανόπαπια
Ενήλικη αρσενική καστανόπαπια
Ενήλικη αρσενική καστανόπαπια
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Ταδορνίνες (Tadorninae)[1]
Γένος: Ταδόρνις[i] (Tadorna) Boie, 1822 F
Είδος: T. ferruginea
Διώνυμο
Tadorna ferruginea (Ταδόρνις η σκωριόχρωμη)[ii]
(Pallas, 1764)
Tadorna ferruginea
Tadorna ferruginea

Η Καστανόπαπια είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, μία από τις αγριόπαπιες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tadorna ferruginea και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2][3]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Άγνωστη ?[4]

Η λατινική ονομασία Tadorna (παραλλαγές: Todarna, Tradena,[5] στην επιστημονική ονομασία του γένους, έχει άγνωστη προέλευση και δεν επιβεβαιώνεται από κάποια ιστορική πηγή. Ίσως έχει κελτικές ρίζες, η δε σημασία της είναι η ίδια με τη σημασία της σημερινής λαϊκής αγγλικής ονομασίας shelduck, που σε ελεύθερη μετάφραση είναι «πλουμιστή/παρδαλή πάπια», παραπέμποντας στο πολύχρωμο πτέρωμα του πτηνού.[6]

Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία εμφανίζεται ο όρος Χηνόπαπιες ως απόδοση των λατινικών όρων Tadorna και Tadorninae για το γένος και την υποοικογένεια, αντιστοίχως.[7][8] Ωστόσο, ουδεμία ετυμολογική βάση υπάρχει για την απόδοση αυτή, και ο όρος είναι απολύτως τεχνητός, βασιζόμενος στα ενδιάμεσα χαρακτηριστικά του πτηνού (βλ. Συστηματική ταξινομική).[ii]

Ο λατινικός όρος ferruginea στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από το επίθετο ferrūgo, -inis και σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με τη σκωρία (σκουριά) του σιδήρου», κατ’ αντιστοιχίαν ο «σκωριόχρωμος», < ferrugo, -inis «σκουριά σιδήρου» < ferrum «σίδηρος».[5][9] που παραπέμπει στο χρώμα του αναπαραγωγικού πτερώματος του είδους.

Στο χρώμα του πτερώματος παραπέμπουν, επίσης, τόσο η αγγλική (Ruddy [«κοκινωπή»] shelduck) όσο και η ελληνική, λαϊκές ονομασίες του είδους.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό ζωολόγο και βοτανικό Π. Πάλας (Peter Simon Pallas, 1741 – 1811), ως Anas ferruginea (Κεντρική Ασία [no locality], 1764). Φυλογενετικά, συγγενεύει με το είδος T. cana, του οποίου θεωρείται «αδελφικό» taxon.[2][5]

Όπως συμβαίνει με πολλές άλλες αγριόπαπιες, η καστανόπαπια σχηματίζει υβρίδια με άλλα είδη όπως: Tadorna ferruginea x Alopochen aegyptiaca (αιγυπτιακή χήνα), Tadorna ferruginea x Branta leucopsis, Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη) x Tadorna ferruginea, κ.α.

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο, κυρίως στην ασιατική ήπειρο (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή). Παλαιότερα, η εξάπλωση του είδους ήταν μεγαλύτερη προς τα δυτικά της σημερινής.

Στην Ευρώπη, απαντά μόνον στα ΑΝΑ. Βαλκάνια, συγκεκριμένα σε Μολδαβία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Ελλάδα, κυρίως στα ανατολικά αυτών των χωρών, κυρίως ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο είδος, αλλά με ασταθή συμπεριφορά (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα). Υπάρχει μεμονωμένος πληθυσμός στα Κανάρια Νησιά, ενώ έχει εισαχθεί και στην Ελβετία.[10]

  • Κάποιες καταγραφές στη Δ. και Β. Ευρώπη, είναι κυρίως αιχμάλωτα άτομα που απέδρασαν, δεδομένου ότι είναι από εκείνες τις πάπιες που, συνήθως, διατηρούνται σε ζωολογικούς κήπους και πάρκα. Ωστόσο, κάποια περιστασιακή «εισροή» άγριων πτηνών, δεν μπορεί να αποκλειστεί μερικές φορές (όπως συνέβη π.χ. το 1994).[11]

Η Ασία είναι η σημαντικότερη επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μια συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου Πελάγους και τη Μαύρη Θάλασσα και, διά μέσου όλης της περιοχής της νότια Ρωσίας, φθάνει μέχρι τη Βαϊκάλη, τη Μογγολία και τη ΒΑ. Κίνα στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει στη Ν. Ινδία, την Ινδοκίνα και τη ΝΑ. Κίνα ως χειμερινός επισκέπτης. Υπάρχουν και ασιατικές επικράτειες, όπου το είδος είναι επιδημητικό, όπως στη Μικρά Ασία, το Ιράκ, το Ιράν και το Ν. Καζακστάν.

Στην Αφρική, η καστανόπαπια απαντά είτε ως διαχειμάζον πτηνό, κυρίως στις χώρες παράλληλα του Νείλου, φθάνοντας νότια μέχρι την Αιθιοπία, είτε ως επιδημητικό, στα βόρεια και βορειοδυτικά της ηπείρου. Μικρός θύλακας καλοκαιρινού φωλιάσματος υπάρχει στην Τυνησία.

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καστανόπαπια απαντά σε όλες τις επικράτειες όπου κατανέμεται, ως μερικώς μεταναστευτικό είδος στα δυτικά του φάσματος κατανομής και ως πλήρως μεταναστευτικό, στα ανατολικά, με τους πληθυσμούς να μετακινούνται σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος. Ωστόσο, υπάρχουν και καθιστικοί πληθυσμοί, κυρίως στην Αφρική και στη ΝΔ. Ασία. Στο Νεπάλ έχει παρατηρηθεί ως διαβατικό στα 4.800 μ.[12]

Οι πληθυσμοί της Β. ΒΔ. Αφρικής που, στο παρελθόν (περίπου το 1970) ξεχειμώνιαζαν τακτικά στην Ισπανία, δεν μετακινούνται πλέον βόρεια, προς την Ευρώπη. Άλλοι πληθυσμοί αναλαμβάνουν τοπικές μετακινήσεις που συνδέονται με τη διαθεσιμότητα του κατάλληλου νερού (απομάκρυνση από πληγείσες από την ξηρασία περιοχές ή σε εποχικούς υγρότοπους) (del Hoyo et al. 1992, Scott και Rose 1996).

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από το Βέλγιο και την Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, τη Σρι Λάνκα, τις Σεϋχέλλες και την Ταϊβάν.[4]

  • Στην Ελλάδα, η καστανόπαπια απαντά κυρίως ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης στα βορειοανατολικά, αλλά παρατηρείται και τον χειμώνα (είτε ως διαχειμάζον πτηνό, είτε ως διαβατικό[13]), ενώ δεν αποκλείεται να υπάρχουν και κάποια -πολύ λίγα- άτομα που παραμένουν όλο το έτος στην επικράτεια.[14][15][16] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ότι, εμφανίζεται τον χειμώνα, αλλά όχι κάθε χρόνο.[17]

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Tο είδος συχνάζει στις όχθες γλυκού νερού στα ηπειρωτικά, αλμυρές και υφάλμυρες λίμνες και ποτάμια σε ανοικτές περιοχές, ιδίως στις στέπες, σε ορεινές περιοχές και οροπέδια (φθάνει μέχρι τα 4.300 μ. στα Ιμαλάια[12]), πολλές φορές μακριά από την πλησιέστερη πηγή νερού.[11][18][19][20][21][22] Ωστόσο, εξαρτάται λιγότερο από μεγάλες υδάτινες μάζες για την ανάπαυση και τη διατροφή του, από τα περισσότερα άλλα μέλη των Νησσιδών και, συχνά, απαντά σε μεγάλη απόσταση από το νερό κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής.[23]

Μη-αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη μη-αναπαραγωγική περίοδο το είδος απαντά σε χειμάρρους, ποτάμια με αργή ροή, λίμνες γλυκού νερού, πλημμυρισμένα λιβάδια, έλη και υφάλμυρες ή αλμυρές λίμνες σε πεδινές περιοχές, καθώς και σε τεχνητές λίμνες,[18][19][20][21][22] (Ουζμπεκιστάν).[24] Αποφεύγει τα παράκτια ύδατα και την υψηλή, πυκνή βλάστηση ή τα αναδυόμενα και επιπλέοντα υδρόβια φυτά.[25]

  • Στην Ελλάδα, η καστανόπαπια αναπαράγεται σε παράκτιους υγρότοπους, όπως υφάλμυρες λιμνοθάλασσες, δέλτα ποταμών[26] και αλυκές, αλλά μπορεί να φωλιάζει και σε αμμοθίνες, γκρεμούς και βραχώδεις παράκτιες νησίδες.[15] Παρατηρείται και σε όχθες λιμνών και ποταμών.[13] Γενικά, σε αντίθεση με πολλές πάπιες, μπορεί να απομακρύνεται από τους υγροτόπους, αλλά αποφεύγει την πυκνή βλάστηση.[26]
Οι καστανόπαπιες έχουν εντυπωσιακό σκωριόχρωμο πτέρωμα (το αρσενικό στο πάνω μέρος)

Η καστανόπαπια ανήκει στην υποοικογένεια των Tadorninae[1] («βαρβάρες»), όπου κατατάσσονται εκείνες οι πάπιες που, φυλογενετικά, βρίσκονται ανάμεσα στις χήνες και τις «πραγματικές» αγριόπαπιες. Εμφανίζει φυλετικό διμορφισμό ο οποίος, ωστόσο, δεν είναι τόσο έντονος όσο στις άλλες αγριόπαπιες, με το αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι λίγο διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck).

Η καστανόπαπια είναι ισομεγέθης με τη συγγενική βαρβάρα, πιθανόν, με ελαφρώς μεγαλύτερο εκπέτασμα. Ο λαιμός είναι σχετικά μακρύς, όπως και οι ταρσοί, ενώ οι πτέρυγες είναι μακριές και λεπτές. Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο του πτηνού είναι το, πολύ εντυπωσιακό, πορτοκαλί-καφέ/σκωριόχρωμο πτέρωμά του, σχεδόν σε όλη την επιφάνεια του σώματος (ράχη, λαιμός, στήθος, κοιλιά, υπογάστριο), εκτός από την περιοχή του κεφαλιού, όπου γίνεται πολύ πιο ανοικτό, κανελλί-λευκωπό, κρεμ, ακόμη και λευκό, ειδικά στο πρόσωπο και το μέτωπο.

Το ουροπύγιο, η ουρά και τα ερετικά φτερά είναι μαύρα με κάποια πρασινωπή, μεταλλική ανταύγεια. Το πατάγιο (η περιοχή προσβολής της πτέρυγας) είναι λευκό, τόσο στο πάνω όσο και στο κάτω μέρος του, όπως και τα μεγάλα στέγαστρα, κάνοντας έντονη αντίθεση με τα μαύρα ερετικά φτερά, κατά την πτήση. Το ράμφος είναι μαύρο, με τη ρινοθήκη ελαφρώς κοίλη στη μέση της και χωρίς φύμα στη βάση του. Η ίριδα είναι μαύρη, οι ταρσοί και τα πόδια σταχτόμαυρα. Το κάτοπτρο είναι μαυροπράσινο.

Αρσενικό: Λεπτό, μαύρο περιλαίμιο κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Ελαφρώς πιο έντονο σκωριόχρωμο πτέρωμα στον μανδύα και το στήθος.

Θηλυκό: Χωρίς περιλαίμιο και με πιο ανοικτόχρωμη, σχεδόν λευκωπή «μάσκα» στο πρόσωπο.

Νεαρό: Σαν το θηλυκό, αλλά με γκρίζα χροιά στο, κατά τα άλλα, λευκό πατάγιο.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (58-) 61 έως 70 (-71) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (110-) 121 έως 135 (-145) εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 1.200 – 1.640 γραμμάρια, ♀ 925 – 1.500 γραμμάρια

(Πηγές:[12][27][28][29][30][11][31][32][33][34][35])

Η καστανόπαπια θεωρείται παμφάγο πτηνό, με τη φυτική διατροφή να αποτελείται κυρίως από πράσινα βλαστάρια, μαλακά ριζώματα, σπέρματα επίγειας βλάστησης και κόκκους δημητριακών, όπως κεχρί, σιτάρι και ρύζι (Κορέα και Ιαπωνία). Η ζωική διατροφή περιλαμβάνει παράκτια οστρακόδερμα όπως γαρίδες, διάφορα υδρόβια και χερσαία έντομα (ιδιαίτερα ακρίδες), υδρόβια μαλάκια και καρκινοειδή, μικρά ψάρια, βατράχια και γόνους αμφιβίων, καθώς και σκουλήκια.[18][19][20][21][22][36]

Οι καστανόπαπιες μπορεί να συγκεντρώνονται σε μεγάλα σμήνη (π.χ. 4.000 πουλιά σε μια τοποθεσία στο Νεπάλ, περισσότερα από 10.000 σε μια τοποθεσία στην Τουρκία) κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα αλλά, τυπικά, απαντά σε ζεύγη[30][36] ή διάσπαρτες μικρές ομάδες[30] κατά μήκος των ποταμών.[25][37] Οι ενήλικες υποβάλλονται σε πλήρη μετα-αναπαραγωγική έκδυση (moult), από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τον Σεπτέμβριο,[18][37] οπότε καθίστανται ανίκανοι να πετάξουν για τέσσερις εβδομάδες, περίπου. Σ’ αυτή την περίοδο απαιτούν μεγάλες, ανοικτές περιοχές νερού κοντά στα εδάφη αναπαραγωγής τους.[23] Το είδος είναι κυρίως νυκτόβιο.[19]

Οι καστανόπαπιες κολυμπούν τηρώντας χαρακτηριστική στάση, με το κεφάλι όρθιο, αλλά το μπροστινό μέρος του σώματος πολύ χαμηλά σε σχέση με το νερό και το πίσω μέρος ψηλά.[38]

Κατά την πτήση, τα μαύρα ερετικά φτερά της καστανόπαπιας κάνουν έντονη αντίθεση με την υπόλοιπη λευκή πτέρυγα

Η περίοδος φωλιάσματος, συνήθως, ξεκινάει στα τέλη Μαΐου στις περισσότερες επικράτειες (αρκετά νωρίτερα στις νότιες) και φώλιασμα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.[39]

Οι φωλιές είναι ρηχά βαθουλώματα, μακριά από το νερό, είτε λαγούμια ή τρύπες στην άμμο ή τις αργιλώδεις όχθες, με τις τελευταίες να είναι φυσικές ή σκαμμένες από άλλα ζώα.[25] Άλλες τοποθεσίες της φωλιάς περιλαμβάνουν εγκαταλελειμμένα κτίρια και αγροτικά υπόστεγα, κούφια δέντρα μέχρι 10 μ. ύψος, ρωγμές στους βράχους, γκρεμούς και, περιστασιακά, τεχνητές φωλιές.[25] Οι φωλιές επιστρώνονται με φυτικό υλικό, πούπουλα και λίγα φτερά.[39]

Η γέννα αποτελείται από 8 έως 12 (-16) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 67,0 Χ 47,1 χιλιοστών.[39] Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, με το αρσενικό να βρίσκεται σε επιφυλακή μακριά από τη φωλιά, και διαρκεί 27 έως 29 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν, αλλά επιτηρούνται στενά και από τους δύο γονείς. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 40-55 ημέρες, περίπου.[26][29] Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα δύο έτη της ηλικάς τους.[38]

Το κυνήγι είναι μια σοβαρή απειλή για το είδος, ιδιαίτερα στη ΝΑ. Ευρώπη,[19][21][37][40] (π.χ. Τουρκία[23]) αν και προστατεύεται, σε μεγάλο βαθμό, στην Κ. και Α. Ασία, επειδή θεωρείται σε πολλές περιοχές ως ιερό πτηνό.[37][iii] Άλλες απειλές για τους δυτικούς πληθυσμούς περιλαμβάνουν την απώλεια και υποβάθμιση των εσωτερικών υγροτόπων, μέσω υπόγειας άντλησης νερού για άρδευση[40] (οπότε προκαλείται μείωση των αποθεμάτων νερού στους εποχικούς και ημι-μόνιμους υγρότοπους) και την ευρεία παροχέτευση ρηχών ελών και λιμνών.[23] Άλλοι κίνδυνοι είναι, η εξόρυξη αλατιού,[21][40][41] η αστική ανάπτυξη, η ρύπανση, η εισαγωγή εξωτικών μη-ιθαγενών ψαριών και η υπερβόσκηση.[40][41][42]

Ενήλικη θηλυκή καστανόπαπια σε πάρκο της Αγγλίας

Στο Φράγμα Klingnau της Β. Ελβετίας, το είδος έχει γίνει γνωστό ότι υβριδίζεται με τη βαρβάρα της Νότιας Αφρικής (Tadorna cana) από διαφυγόντες αιχμάλωτους πληθυσμούς, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τη γενετική καθαρότητα και των δύο ειδών.[43] Το είδος είναι, επίσης, ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών (στέλεχος H5N1) και ως εκ τούτου απειλείται από κρούσματα του ιού.[44] Τέλος, παρόλο που θηρεύεται για εμπορικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς στο Γκιλάν του Β. Ιράν[45] οι πληθυσμοί του στη χώρα έχουν σχεδόν 6πλασιασθεί.[38]

  • Στην Ελλάδα, η μείωση του πληθυσμού της καστανόπαπιας στο παρελθόν, οφειλόταν στην αποξήρανση των υγροτόπων της και συναφείς ανθρώπινες επεμβάσεις στους υγροτόπους της. Σήμερα, το βασικό πρόβλημα είναι η λαθροθηρία, καθώς, ελάχιστοι κυνηγοί θα δίσταζαν να πυροβολήσουν καστανόπαπιες, είτε από άγνοια είτε σκοπίμως,[36] ενώ, γενικά, ενοχλείται κατά τη θηρευτική δραστηριότητα.[46]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω της αυξητικής τάσης των πληθυσμών της Κ. και Α. Ασίας,[38] δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, η τάση των πληθυσμών του σε πολλές περιοχές είναι καθοδική.[4]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον 19ο αιώνα, η καστανόπαπια είχε παρατηρηθεί σε πολλές περιοχές όπου, πλέον, δεν απαντά, όπως στην Τριχωνίδα, το Κοτύχι, την Εύβοια, ακόμη και στην Αττική. Στις αρχές του αιώνα φώλιαζε αρκετά δυτικά, στην Πικρολίμνη Κιλκίς και νότια μέχρι τη λίμνη Κάρλα.[26]

Η καστανόπαπια εμφανίζει ασταθή συμπεριφορά, ως προς την κατάσταση του πληθυσμού της στη χώρα. Κανονικά, είναι καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης σε μικρούς πληθυσμούς στη βορειοανατολική επικράτεια (Α. Μακεδονία και Θράκη, με δυτικό όριο το Δέλτα του Νέστου). Ωστόσο, υπάρχουν και άτομα που φωλιάζουν περιστασιακά σε δυτικότερες θέσεις, προς τον Θερμαϊκό Κόλπο, αλλά και σε κάποια μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Ο συνολικός αναπαραγόμενος πληθυσμός του είδους έχει μειωθεί δραματικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πιθανότατα, σε όχι περισσότερα από 15-40 ζευγάρια, στις προαναφερθείσες περιοχές φωλιάσματος.[15] Φωλιάζει, στις αρχές Απριλίου, σε φυσικές ή τεχνητές οπές, αμμοθίνες, βράχια ή παλαιά οικήματα.[26]

Ενήλικη καστανόπαπια στη Λέσβο
  • Πάντως, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι, οι ελληνικοί πληθυσμοί είναι επιδημητικοί, με το είδος να απαντά τόσο τον χειμώνα όσο και κατά τη μετανάστευση, στις ίδιες σχεδόν περιοχές όπου αναπαράγεται.[47]

Τον χειμώνα, έχουν καταγραφεί μικρά και διάσπαρτα σμήνη στους σημαντικότερους υγρότοπους της βορειοανατολικής χώρας, κυρίως στα Δέλτα του Νέστου και του Έβρου. Η παρουσία της καστανόπαπιας στα νησιά του ΒΑ. Αιγαίου θα μπορούσε να ήταν μόνιμη (καθιστικά άτομα), αλλά φαίνεται ότι το πτηνό εξαρτάται από τη στάθμη των υδάτων στους υγροτόπους φωλιάσματος, δηλαδή από την εποχική αποξήρανση και επανακατάκλυσή τους, καθορίζοντας τις εκάστοτε μεταναστευτικές του κινήσεις.[15] Στον Έβρο διαχειμάζει το 98% του πληθυσμού της δεκαετίας 2000-1010. Ωστόσο, ο συνολικός πληθυσμός του είδους στην Ελλάδα είναι < 1% του ευρωπαϊκού (Wetlands Intarnational, 2006).[47]

  • Το κυνήγι της καστανόπαπιας απαγορεύεται αυστηρά στη χώρα (παρ. 1, απόφασης 414985\1985 ΥΠΓΕ).[36] Είναι προστατευόμενο είδος και ο κύριος όγκος του αναπαραγόμενου και διαχειμάζοντος πληθυσμού στην Ελλάδα απαντά σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.[46]

Ειδικά στην Ελλάδα το είδος κατατάσσεται στα Τρωτά VU [D1],[48] ενώ παλαιότερα κατατασσόταν στα Κινδυνεύοντα (Ε1).[26]

Μέτρα διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πληθυσμός καστανόπαπιας στο Φυσικό Καταφύγιο Ascania Nova, της Ν. Ουκρανίας, έχει ανακάμψει με επιτυχία, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας τεχνητών φωλιών, της τακτικής σίτισης και θραύσης του πάγου στις λίμνες για να παρέχεται συνεχής πρόσβαση στο νερό. Επίσης, για την ανατροφή των νεοσσών, έχουν χρησιμοποιηθεί «ανάδοχες μητέρες» των ειδών Cairina moschata και Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλες).[49]

  • Για την Ελλάδα, κρίνεται απαραίτητη η περαιτέρω μελέτη του είδους, ώστε να εντοπισθούν οι οικολογικές του ιδιαιτερότητες στην αναπαραγωγική και τη μη-αναπαραγωγική, περιόδους, καθώς και η συστηματική και μακρόχρονη παρακολούθηση των πληθυσμών του.[46] Σημαντικότατο μέτρο, ωστόσο, είναι η ενημέρωση των κυνηγών για την αναγνώριση του είδους ώστε, τουλάχιστον, να μην πυροβολείται κατά λάθος, καθώς και η κατατόπιση για τη σπανιότητά του.[36]

Στον ελλαδικό χώρο η Καστανόπαπια απαντά και με την -ευρέως διαδεδομένη- ονομασία, Αγκίτι.[50] ενώ έχει αναφερθεί και ως Καστανόχηνα,[51] ιδιαίτερα στην Κύπρο.[17]

i. ^ Η λέξη ταδόρνιςταντόρνις) είναι δάνειο από τη λατινική -με πιθανή κελτική ρίζα- tadorna (βλ. Ονοματολογία).

ii. ^ Άλλες λόγιες ονομασίες είναι Νήσσα η ταδορνίς ή καστανόχρους, Νήσσα η χηναλώπηξ, Χηναλώπηξ η καστανόχρους, Χηναλώπηξ ο φαιόχρους και Αλεπόχηνα η πυρρός.[50] Από αυτές, μόνον η πρώτη έχει κάποιο έρεισμα στην επιστημονική της ονομασία, αλλά με τον τονισμό στην παραλήγουσα, διότι η λέξη είναι παράγωγο της λέξης όρνις.[52]

Οι άλλες ονομασίες είναι εντελώς τεχνητές και έχουν ως βάση τον συνδυασμό της -επίσης τεχνητής- κατηγορίας στην οποία ανήκει το γένος, (Χηναλώπηξ) με το χαρακτηριστικό χρώμα του πτερώματος του πτηνού.

iii. ^ Σε ορισμένες βουδιστικές χώρες, η καστανόπαπια προστατεύεται, επειδή το χρώμα του πτερώματος της μοιάζει με εκείνο που έχουν τα ράσα των μοναχών.

  1. 1,0 1,1 Howard and Moore, p. 63
  2. 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 65
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175056
  4. 4,0 4,1 4,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22680003/0
  5. 5,0 5,1 5,2 http://www.hbw.com/species/ruddy-shelduck-tadorna-ferruginea
  6. http://dictionary.reference.com/browse/sheldrake
  7. Όντρια, σ. 60-61
  8. ΠΛΜ, 2:128
  9. http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
  10. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2015. 
  11. 11,0 11,1 11,2 Mullarney et al, p. 22
  12. 12,0 12,1 12,2 Grimmett et al, p. 54
  13. 13,0 13,1 Όντρια (Ι), σ. 61
  14. RDB, σ. 151, 174
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 Handrinos & Akriotis, p. 116
  16. ΣΠΕΕ, σ. 245, 253
  17. 17,0 17,1 Σφήκας, σ. 36
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Cramp & Simmons
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 Johnsgard
  20. 20,0 20,1 20,2 Brown et al
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 del Hoyo et al
  22. 22,0 22,1 22,2 Quan et al
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 Scott & Rose
  24. Kreuzberg-Mukhina
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 Madge & Burn
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 26,5 RDB, σ. 174
  27. Flegg, p. 66
  28. Heinzel et al, p. 62
  29. 29,0 29,1 Perrins, p. 78
  30. 30,0 30,1 30,2 Bruun, p. 56
  31. Όντρια, σ. 61
  32. http://www.ibercajalav.net
  33. ΠΛΜ, 2:127
  34. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο σ��ις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2015. 
  35. planetofbirds.com
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 RDB, σ. 175
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 Kear
  38. 38,0 38,1 38,2 38,3 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2015. 
  39. 39,0 39,1 39,2 Harrison, p. 79
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 Popovkina
  41. 41,0 41,1 Green et al
  42. del Hoyo et al. 1992
  43. Owen et al
  44. Melville & Shortridge
  45. Balmaki & Barati
  46. 46,0 46,1 46,2 Χανδρινός & Κακαλής, σ. 283
  47. 47,0 47,1 Χανδρινός & Κακαλής, σ. 282
  48. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 282
  49. Zubko et al
  50. 50,0 50,1 Απαλοδήμος, σ. 16
  51. ΣΠΕΕ
  52. Μπαμπινιώτης, σ.1278
  • Χανδρινός Γιώργος & Κακαλής Ελευθέριος, στο «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868–869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Brown, L.H., Urban, E.K. and Newman, K. 1982. The Birds of Africa, Volume I. Academic Press, London.
  • Cramp, S.; Simmons, K. E. L. 1977. Handbook of the birds of Europe, the Middle East and Africa. The birds of the western Palearctic, vol. I: ostriches to ducks. Oxford University Press, Oxford.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • Green, A. J.; El Hamzaoui, M.; El Agbani, M. A.; Franchimont, J. 2002. The conservation status of Moroccan wetlands with particular reference to waterbirds and to changes since 1978. Biological Conservation 104: 71-82.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: September 2015).
  • Johnsgard, P.A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 2: species accounts (Cairina to Mergus). Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Kreuzberg-Mukhina, E. A. 2006. The effect of habitat change on the distribution of waterbirds in Uzbekistan and the possible implications of climate change. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D (ed.), Waterbirds around the world, pp. 277–282. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Madge, S. and Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Owen, M.; Callaghan, D.; Kirby, J. 2006. Guidelines on Avoidance of Introductions of Non-native Waterbird Species. Bonn, Germany.
  • Popovkina, A. B. 2006. Conflicting trends in Ruddy Shelduck Tadorna ferrugineapopulations: a myth or reality?In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 480–481. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Quan, R. C.; Wen, X.; Tang, X.; Peng, G. H.; Huang, T. F. 2001. Habitat use by wintering Ruddy Shelduck at Lashihai Lake, Lijiang, China. Waterbirds 24(3): 402-406.
  • Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Zubko, V.; Havrilenko, V.; Semenov, N. 2001. Restoration of the Ruddy Shelduck Tadorna ferruginea population in "Ascania Nova" nature reserve (Southern Ukraine). Acta Ornithologica (Warsaw) 36(1): 97-100.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Χανδρινός Γ. και Δημητρόπουλος Α.: Τα Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδ. Ευσταθιάδης, Αθήνα, 1982
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»