Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επτάνησος Πολιτεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Επτάνησος Πολιτεία
Repubblica Settinsulare
Επτάνησος Πολιτεία
Ολιγαρχία

1800 – 1807
Σημαία Έμβλημα
Πρωτεύουσα Κέρκυρα
Γλώσσες Ελληνικά, Ιταλικά
Πολίτευμα Ολιγαρχία
Πρίγκιπας
 -  1800-1802 Σπύρος Γ. Θεοτόκης
Νομοθετικό Σώμα (Corpo Legislativo, Νομοθετικό Σώμα)
 -  Γερουσία Senato
Ιστορία
 -  Ίδρυση 21 Μαρτίου 1800
 -  Κατάληψη απο τους Γάλλους 1807
 -  Σχηματισμός Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων 5 Νοεμβρίου 1815
Νόμισμα Γαζέτα Επτανήσου Πολιτείας
Η Επτάνησος Πολιτεία (κίτρινο χρώμα) και η Οθωμανική Αυτοκρατορία (πράσινο)

Η Επτάνησος Πολιτεία (ιταλικά: Repubblica Settinsulare‎‎), υπήρξε από τις 21 Μαρτίου 1800 έως τις 8 Ιουλίου 1807, ένα κρατίδιο υπό ρωσική και οθωμανική κυριαρχία. Το κρατίδιο αυτό δημιουργήθηκε μετά την κατάληψη των γαλλοκρατούμενων Επτανήσων από τη Ρωσοτουρκική συμμαχία[1]. Η Επτάνησος Πολιτεία ήταν το πρώτο (έστω και μερικώς) αυτόνομο κρατίδιο σε ελληνικά εδάφη, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς στα μέσα του 15ου αιώνα. Το 1807 με τη Συνθήκη του Τιλσίτ, η Ρωσική Αυτοκρατορία παραχώρησε τον έλεγχο των νησιών στη ναπολεόντεια Γαλλία, η οποία τα κατέλαβε αλλά δεν άλλαξε τη συνταγματική μορφή της Πολιτείας. Οι Βρετανοί ξεκίνησαν τότε μια εκστρατεία για να κατακτήσουν τα νησιά, από το 1809 (Κύθηρα) ως το 1814 (Κέρκυρα), με αποτέλεσμα το σχηματισμό του αυτόνομου Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων το 1815 κάτω από την αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας.

Γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία της

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο στις 17 Οκτωβρίου 1797 και τη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας από τον Ναπολέοντα τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στη Γαλλία, τερματίζοντας έτσι τη μακραίωνη κατοχή τους από τη Γαληνότατη.Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης διαδόθηκαν στα νησιά του Ιονίου, η αριστοκρατική διοίκηση παύθηκε και σχηματίστηκαν κοινοτικά συμβούλια από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων για τη διοίκηση των νησιών. Όμως μετά την καταστροφή του Γαλλικ��ύ στόλου στο Αμπουκίρ της Αιγύπτου, η Ρωσία και η Τουρκία με τη συγκατάθεση της Αγγλίας αποφάσισαν να συστήσουν Ρωσοτουρκική συμμαχία εναντίον των επεκτατικών βλέψεων του Ναπολέοντα στην Ανατολή. Εκμεταλλευόμενες την υποκινούμενη από την Αριστοκρατία δυσαρέσκεια των κατοίκων των Ιονίων Νήσων για τους Γάλλους, ο Ρωσοτουρκικός στόλος ξεκίνησε από τα Κύθηρα, τον Σεπτέμβριο του 1798, την κατάληψη των Επτανήσων, που συμπλήρωσε στις 20 Φεβρουαρίου 1799. Έτσι αφαίρεσαν από τη Γαλλία τη σημαντικότατη αυτή ναυτική βάση στην ανατολική Μεσόγειο. Μετά από μακρόχρονες προτάσεις, συζητήσεις και αντιρρήσεις των Αυλών Ρωσίας και Τουρκίας υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη Συνθήκη στις 21 Μαρτίου 1800, στην οποία αποφασίστηκε η αυτονόμηση της Επτανήσου Πολιτείας, υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης και η ανάθεση της προστασίας των Θρησκευτικών δικαιωμάτων των κατοίκων της, στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε το πρώτο ημιαυτόνομο Ελληνικό κρατίδιο[2] τριακόσια πενήντα περίπου χρόνια, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Επτάνησος Πολιτεία.

Τη συνθήκη αυτή υπέγραψαν εκ μέρους του Αυτοκράτορα της Ρωσίας ο έκτακτος απεσταλμένος και πληρεξούσιος του, Βασίλειος Τομάρας και εκ μέρους του Σουλτάνου οι πληρεξούσιοι Εσσεΐδης Βέης και Αχμέτ Εφένδης. Στη συνέχεια μεγαλόπρεπη αντιπροσωπεία μετέβη στο Φανάρι όπου ευλόγησε τη σημαία του νέου κράτους ο Πάτριάρχης Νεόφυτος Ζ΄ (βλέπε σχετικό λήμμα).

Την Επτάνησο Πολιτεία αποτελούσαν τα νησιά του Ιονίου Πελάγους:

και τα μικρότερα νησιά γύρω τους και τα προσαρτήματά τους.

Το Βυζαντινό Σύνταγμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σύνταγμα που καταρτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε αποδεκτό από τον Σουλτάνο ονομάστηκε Βυζαντινό[3] και ήταν ολιγαρχικό, παραχωρώντας όλη την εξουσία στις κληρονομικές αρχοντικές οικογένειες των νησιών, αυτές που ήταν καταχωρημένες στη Χρυσόβιβλο (Libro d’oro) τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας, αλλά και σε όσους από τους αστούς ήθελαν και μπορούσαν να γραφτούν.Το σύνταγμα αυτό που αποτελείτο από 212 άρθρα, συνέδεε τα Επτάνησα με ένα είδος ομοσπονδίας. Σε κάθε νησί προέβλεπε την ύπαρξη ανεξάρτητης εγχώριας κυβέρνησης, το Γενικό Συμβούλιο, αποτελούμενη από τους εκ κληρονομιάς ευγενείς. Το συμβούλιο αυτό θα συνεδρίαζε μία φορά τον χρόνο και θα εξέλεγε από τα μέλη του ή θα διόριζε όλες τις υπόλοιπες αρχές και εξουσίες όπως ήταν οι Σύνδικοι για την τοπική διοίκηση, οι Πρυτάνεις για την τοπική εκτελεστική εξουσία και τους Υπουργούς Γερουσιαστές που θα αποτελούσαν την ανώτατη κεντρική κυβέρνηση. Γερουσιαστές εκλέγονταν τρεις από κάθε ένα από τα νησιά Κερκύρας, Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου, δύο από τη Λευκάδα, ένας από τα Κύθηρα και ένας εκ περιτροπής από την Ιθάκη και τους Παξούς, σύνολο δέκα τρεις.Η Γερουσία η οποία θα εξέλεγε από τα μέλη της τον Πρόεδρο ή Πρωθυπουργό με τον τίτλο του Πρίγκιπα, θα είχε έδρα της την Κέρκυρα.

Η σημαία της Επτανήσου Πολιτείας
Το έμβλημα της Επτανήσου Πολιτείας

Ως σημαία της Επτανήσου Πολιτείας ορίστηκε να τεθεί πάνω σε κυανό ύφασμα το κίτρινο φτερωτό λιοντάρι της Βενετίας κρατώντας όμως το Ευαγγέλιο κλειστό με ένα σταυρό τη χρονολογία 1800 και επτά λόγχες που θα συμβόλιζαν τα Επτάνησα και τη συνέχεια της εξουσίας της αριστοκρατίας. Η παρουσίαση της σημαίας έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια στην Κωνσταντινούπολη όπου έγινε δοξολογία στο Πατριαρχείο για τη στερέωση της νέας Πολιτείας[4].

Το νέο Σύνταγμα που αυθαίρετα συντάχτηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους εκεί πρεσβευτές της Επτανήσου Πολιτείας, προκάλεσε γενική δυσαρέσκεια. Το νέο κράτος θα ήταν υποτελές στον Σουλτάνο, οι ευγενείς έβλεπαν με δυσαρέσκεια τη μερική έστω εκχώρηση προνομίων τους στους αστούς και ο λαός οργίστηκε με την αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων που του είχαν παραχωρηθεί από τους Γάλλους δημοκρατικούς. Ταραχές και στάσεις ξέσπασαν στα νησιά[5]. Εκδικήσεις και υποκινούμενοι φόνοι διατάρασσαν την ασφάλεια και την τάξη. Στη Ζάκυνθο ο Μαρτινέγκος αφαίρεσε την εξουσία από τους ευγενείς και διοικούσε το νησί κατά βούληση κηρύσσοντας το ανεξάρτητο. Όταν η Γερουσία έστειλε Τούρκικα πλοία για να επιβάλουν την τάξη ο Μαρτινέγκος ανάθεσε την στρατιωτική διοίκηση στον αξιωματικό του Βρετανικού στρατού Κάλλεντερ ενώ άνθρωποί του ύψωσαν στο κάστρο τη Βρετανική Σημαία στις 24 Φεβρουαρίου 1801. Στην Κεφαλονιά ξέσπασε εμφύλιος ενώ στις 27 Μαίου 1801 ολέθρια στάση ξέσπασε στην Κέρκυρα ανάμεσα στους κατοίκους και στρατιώτες της Τούρκικης φρουράς, εξαναγκάζοντας τον Πρίγκιπα Θεοτόκη να αναθέσει προσωρινά τη στρατιωτική διοίκηση του νησιού στον Ρώσο συνταγματάρχη Αστφέρ.

Νέο Σύνταγμα και σταθεροποίηση της Πολιτείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 10 Οκτωβρίου 1801 με μυστική συμφωνία στο Παρίσι μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, αποφασίστηκε η αποστρατικοποίηση της Επτανήσου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χειροτερέψει η εσωτερική κατάσταση και να κινδυνεύσει η Επτάνησος να περιέλθει στην κατοχή της Τουρκίας. Για να σώσει την Πολιτεία, ο Πρίγκιπας Θεοτόκης αναγκάστηκε να φέρει σε συνεννόηση τους ευγενείς με τους δημοκρατικούς και τους αστούς και να ζητήσει εκ νέου τη μεσολάβηση της Ρωσίας. Ο Τσάρος τότε έστειλε στην Κέρκυρα πληρεξούσιο, τον Ζακυνθινό κόμη Γεώργιο Μοτσενίγο, έμπειρο διπλωμάτη της Ρωσίας στην Τοσκάνη, ο πατέρας του οποίου, κόμης Δημήτριος Μοτσενίγος, είχε διακριθεί στον αγώνα κατά της Τουρκίας στην περίοδο των Ορλωφικών. Ο Μοτσενίγος έφτασε στην Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1802 και συγκάλεσε συντακτική συνέλευση με νέους Γερουσιαστές για την κατάρτιση νέου συντάγματος, το οποίο ψηφίστηκε στις 16 Οκτωβρίου 1803[6]. Το νέο σύνταγμα καταργούσε το διαδοχικό δικαίωμα ευγενείας και έδιδε το δικαίωμα σε κάθε άτομο που διακρινόταν για την αρετή του, τη μόρφωση και που παρουσίαζε τα εχέγγυα ικανού πολίτη, να μπορεί να εκλέγεται σε ηγετικές θέσεις και να μετέχει στη Γερουσία. Έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη και πρόοδο της Παιδείας, των Τεχνών του Εμπορίου και της Βιομηχανίας. Προέβλεπε την ακεραιότητα της ιδιοκτησίας τον σεβασμό του οικογενειακού ασύλου την ισονομία και θεμελίωνε τις τρεις μεγάλες εξουσίες του κράτους νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Ήταν το πρώτο Νεοελληνικό Σύνταγμα, με εξαιρετικά φιλελεύθερες, για την εποχή του, διατάξεις. Δυστυχώς η ισχύς του δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ.

Ιωάννης Καποδίστριας και Επτάνησος Πολιτεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ιωάννης Καποδίστριας

Η πρώτη ανάμειξή του Ιωάννη Καποδίστρια με την πολιτική σκηνή της Επτανήσου Πολιτείας πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1801, όταν και κλήθηκε να αντικαταστήσει τον πατέρα του, Αντώνιο - Μαρία Καποδίστρια, στην αποστολή που είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο για την αποκατάσταση της τάξης στην Κεφαλονιά. Στις 27 Απριλίου 1801 αποβιβάστηκε μαζί με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά και με την ιδιότητα των αυτοκρατορικών επιτρόπων έπαυσαν τις τοπικές αρχές αναλαμβάνοντας οι ίδιοι προσωπικά τη διοίκησή του νησιού[7]. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, και αφού είχε αποκατασταθεί πλήρως η τάξη, επέστρεψαν στην Κέρκυρα. Έναν χρόνο αργότερα συμμετέχει στην ίδρυση του Εθνικού Ιατρικού Συλλόγου, του οποίου διετέλεσε γραμματέας, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κλήθηκε να μεταβεί, για άλλη μια φορά, στην Κεφαλονιά προκειμένου να αποκαταστήσει την ομαλότητα. Τον Απρίλιο του 1803 αναλαμβάνει τη θέση του γραμματέα του κράτους στο τμήμα εξωτερικών υποθέσεων έχοντας ως αρμοδιότητα την αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Στις 24 Νοεμβρίου εκφώνησε εκ μέρους της Γερουσίας τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Γεωργίου Θεοτόκη, προέδρου της Επτανησιακής Γερουσίας. Τον Μάρτιο του 1804 τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου 6ου βαθμού από τον Τσάρο Αλέξανδρο. Τον Μάιο του 1805, ύστερα από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η Γερουσία εξέλεξε δεκαμελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προκειμένου να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέα του κράτους και τον επόμενο μήνα ανέλαβε τη διεύθυνση της δημόσιας σχολής της Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία.

Στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους στην Κέρκυρα. Ο Καποδίστριας διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο Γεώργιο Δ. Μοτσενίγο, του οποίου ήταν προστατευόμενος. Εξελέγη γραμματέας της Γερουσίας και στη συνέχεια γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου συντάγματος. Από τη θέση αυτή ήρθε σε διαφωνία με τον Ρώσο πληρεξούσιο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο πρώτος ήταν κατά πολύ πιο φιλελεύθερες σε σχέση με αυτές της ρωσικής αυλής. Παρ' όλα αυτά και μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη γερουσία την ψήφιση του συντάγματος με το επιχείρημα ότι κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγος θα τύγχανε έγκρισης από τη ρωσική αυλή.

Στις 2 Ιουνίου 1807 η γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς[8]. Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες, καθώς και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς, οργανώνοντας μάλιστα και την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματολών όπου συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης). Στη συνέλευση αυτή, ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη ως γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Όμως η συνθήκη του Τιλσίτ που συνομολογήθηκε μεταξύ Ρώσων και Γάλλων επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να ανακληθεί πίσω στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί να απομονωθούν, παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη Γερουσία με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες, έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και αφετέρου να τον κρατούν μακριά από τη Λευκάδα.

Αν και ο Γάλλος στρατηγός Μπερτιέ (Berthier) του προσέφερε αξιώματα, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τα δεχτεί προσμένοντας κάποια καλύτερη πρόταση από τη Ρωσία, με τους αξιωματούχους της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις.

Η διάλυση της Επτανήσου Πολιτείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και το μικρό Ελληνικό κρατίδιο κατόρθωσε να ορθοποδήσει και να εξασφαλίσει μια ομαλή σχετικά πορεία προς το μέλλον έπεσε τελικά θύμα των Μεγάλων δυνάμεων οι οποίες εξ άλλου και το είχαν δημιουργήσει. Μετά τις νίκες του Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς και στο Φρίντλαντ και τη σύναψη της συνθήκης του Τιλσίτ στις 8 Ιουλίου 1807, τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν και πάλι στη Γαλλία[9]. Οι Γάλλοι αυτοκρατορικοί άρχισαν να χάνουν τα Επτάνησα σταδιακά από το 1809 με την κατάληψη της Ζακύνθου από τον Αγγλικό στόλο. Στη συνέχεια οι Άγγλοι κατέκτησαν την Κεφαλονιά, Ιθάκη, Λευκάδα, και Κύθηρα το 1810 και τέλος την Κέρκυρα το 1814.

Με τη συνθήκη των Παρισίων 5 Νοεμβρίου 1815 και την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη, τα Επτάνησα αποτέλεσαν το αυτόνομο Ιονικό κράτος κάτω από την αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας και μετονομάστηκαν σε Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων[10].

  1. Ντίνος Κονόμος. Ζάκυνθος, πεντακόσια χρόνια. Τόμος τρίτος: Πολιτική ιστορία, Τεύχος Β΄ Αθήνα 1983, σελ. 7
  2. Ντίνος Κονόμος. Ζάκυνθος, πεντακόσια χρόνια. Τόμος τρίτος: Πολιτική ιστορία, Τεύχος Β΄ Αθήνα 1983, σελ. 9
  3. Λεωνίδας Ζώης. Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955, σελ. 206
  4. Λεωνίδας Ζώης. Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955, σελ. 207
  5. Λεωνίδας Ζώης. Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955, σελ. 208
  6. Λεωνίδας Ζώης. Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955, σελ. 213
  7. Γεράσιμος Μαυρογιάννης. Ιστορία των Ιονίων Νήσων, Τόμος Β΄.Αθήνα 1889, σελ.26
  8. Γεράσιμος Μαυρογιάννης. Ιστορία των Ιονίων Νήσων, Τόμος Β΄.Αθήνα 1889, σελ.161
  9. Λεωνίδας Ζώης. Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955, σελ. 218
  10. Λεωνίδας Ζώης. Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955, σελ. 227

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ελένη Καλλιγά, Το Σύνταγμα του Maitland για τα Επτάνησα (1817). Ιόνιες καταβολές και βρετανικοί στόχοι, 'Ιστωρ 3 (1991),σελ.3-120
  • Ιωάννης Κονιδάρης, Η θέση των θρησκευτικών κοινοτήτων στα συντάγματα της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807), «Επτάνησος Πολιτεία (1800-1807)», Πρακτικά Συνεδρίου, Αργοστόλι 28-31 Οκτωβρίου 2000, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2003, σσ. 47-56
  • Π.Λάμπρου, «Νομίσματα και μετάλλια της Επτανήσου πολιτείας και της προσωρινής των Ιονίων νήσων παρά των Άγγλων κατοχής», Δελτίον της Ιστορικής κι Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.Α, σσ. 185-208