Δουκάτο του Λουξεμβούργου
Το Δουκάτο του Λουξεμβούργου (γερμανικά και ολλανδικά: Luxemburg, γαλλικά: Luxembourg, , λουξεμβουργιανά: Lëtzenbuerg ) ήταν κράτος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η προγονική πατρίδα του ευγενούς Οίκου του Λουξεμβούργου. Ο Οίκος του Λουξεμβούργου, τώρα δούκας του Λίμπουργκ, έγινε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις τον 14ο αι., ανταγωνιζόμενος τον Οίκο των Αψβούργων για την υπεροχή στην Κεντρική Ευρώπη. Έγιναν οι κληρονόμοι της δυναστείας των Πρεμυσλιδών στο βασίλειο της Βοημίας, διαδεχόμενοι το βασίλειο της Ουγγαρίας και συνεισφέροντας τέσσερις αυτοκράτορες της Γερμανίας, έως ότου η δική τους σειρά αρρένων κληρονόμων έληξε και ο Οίκος των Αψβούργων πήρε τις κτήσεις των δύο Οίκων, όπως αρχικά συμφωνήθηκε στη Συνθήκη του Μπρυνν το 1364.
Το 1443 το δουκάτο πέρασε στον δούκα Φίλιππο Γ΄ τον Καλό της Βουργουνδίας του Γαλλικού Οίκου των Βαλουά και, το 1477, με τον γάμο της εγγονής του Μαρίας με τον αρχιδούκα Μαξιμιλιανό Α΄ της Αυστρίας του Οίκου των Αψβούργων. Οι Δεκαεπτά Επαρχίες της πρώην Βουργουνδικής Ολλανδίας σχηματίστηκαν σε μια αναπόσπαστη ένωση από τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Κάρολο Ε΄ με την Πραγματική Κύρωση του 1549. Το 1795, οι Γάλλοι επαναστάτες τερμάτισαν αυτή την κατάσταση.
Πριν από το δουκάτο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη γνωστή αναφορά στην περιοχή έγινε από τον Ιούλιο Καίσαρα στα Σχόλια περί του Γαλατικού Πολέμου. [1] Η ιστορική περιοχή του Λουξεμβούργου ανήκε στη ρωμαϊκή επαρχία Belgica Prima. [2] Μετά την εισβολή των γερμανικών φυλών από την Ανατολή, το Λουξεμβούργο έγινε μέρος της Φραγκικής αυτοκρατορίας. Με τη Συνθήκη του Βερντέν του 843, έγινε μέρος της επαρχίας της Μέσης Φραγκίας (Λοθαριγγίας)). Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Ριμπεμόν το 880, είχε τελικά περιέλθει στην Ανατολική Φραγκία (Γερμανία).
Οι σύγχρονοι ιστορικοί εξηγούν την ετυμολογία της λέξης Λουξεμβούργο, ότι προέρχεται από τη λέξη Letze, που σημαίνει οχύρωση, [3] που μπορεί να αναφερόταν είτε σε ερείπια ρωμαϊκής σκοπιάς, είτε σε πρωτόγονο καταφύγιο του Πρώιμου Μεσαίωνα.
Πρώτο δουκάτο (963–1353)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τη διαίρεση της Λοθαριγγίας το 959, η περιοχή του Λουξεμβούργου είχε περάσει στον Φρειδερίκο Α΄ δούκα της Άνω Λωρραίνης του Οίκου της Αρντέν-Μπαρ, γιο του παλατινού κόμη Βίγκερικ της Λοθαριγγίας. Το 963, ο κόμης Ζήγκφρηντ, πιθανότατα νεότερος αδελφός του δούκα Φρειδερίκου Α΄, αγόρασε λίγη γη από τον ηγούμενο Βίκερους του Αγίου Μαξιμίνου στο Τρηρ. Αυτή η γη ήταν επικεντρωμένη σε ένα ερειπωμένο (υποτίθεται ρωμαϊκό) οχυρό με το παλαιό ανω-γερμανικό όνομα Lucilinburhuc (κοινώς μεταφράζεται ως "μικρό κάστρο"). Τα επόμενα χρόνια, ο κόμης Ζήγκφρηντ έκτισε ένα νέο κάστρο στη θέση αυτών των ερειπίων, σε έναν βράχο που αργότερα θα ονομαζόταν Bock Fiels. Αυτό το κάστρο δέσποζε σε ένα τμήμα του παλαιού ρωμαϊκού δρόμου, που ένωνε το Ρενς, το Aρλόν και το Tρηρ, και άνοιξε κάποιες προοπτικές για το εμπόριο και τη φορολογία. Παρά τη νέα αυτή κατασκευή, φαίνεται ότι ο Ζήγκφρηντ και οι άμεσοι διάδοχοί του δεν έκαναν το κάστρο την κύρια κατοικία τους. Η ιστορία του Λουξεμβούργου ξεκίνησε με την κατασκευή αυτού του κάστρου.
Τα επόμενα χρόνια, μια μικρή πόλη και μια αγορά αναπτύχθηκε γύρω από το νέο κάστρο. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν πιθανότατα υπηρέτες του κόμη Ζήγκφρηντ και κληρικοί της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ. Αυτός ο οικισμός έλαβε σύντομα πρόσθετη προστασία με την κατασκευή ενός πρώτου, μερικού τείχους και τάφρου της πόλης.
Εκτός από τη μικρή πόλη κοντά στο Bock Fiels και τον ρωμαϊκό δρόμο, ένας άλλος οικισμός σχηματίστηκε στην κοιλάδα του Aλζέτ (σήμερα η συνοικία Γκρουντ). Μέχρι το 1083, αυτή η κάτω πόλη περιείχε δύο εκκλησίες, δύο γέφυρες των ποταμών Aλζέτ και Πέτρους. Οι κάτοικοί της άσκησαν διάφορα επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων την αλιεία, η αρτοποιία και το άλεσμα. Την ίδια χρονιά, το αβαείο των Βενεδικτίνων του Άλτμυνστερ ιδρύθηκε από τον κόμη Κορράδο στο λόφο πίσω από το κάστρο του Λουξεμβούργου.
Ο Ερρίκος Γ΄ ήταν ο πρώτος κόμης, που ήταν γνωστός, ότι ίδρυσε τη μόνιμη κατοικία του στο κάστρο του Λουξεμβούργου. Σε ένα έγγραφο τού έτους 1089, αναφέρεται ως ο Ερρίκος ντε Λούτσελεμπουργκ, γεγονός που τον καθιστά επίσης τον πρώτο τεκμηριωμένο κόμη του Λουξεμβούργου.
Γύρω από αυτό το φρούριο, η πόλη σταδιακά αναπτύχθηκε και έγινε το κέντρο ενός μικρού, αλλά σημαντικού κράτους μεγάλης στρατηγικής αξίας για τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες. Το φρούριο του Λουξεμβούργου διευρύνθηκε και ενισχύθηκε σταθερά με τα χρόνια από διαδοχικούς ιδιοκτήτες, καθιστώντας το Φρούριο του Λουξεμβούργου ένα από τα ισχυρότερα στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η τρομερή άμυνα και η στρατηγική του θέση το έκαναν γνωστό ως το Γιβραλτάρ του Βορρά.
Ο Οίκος του Λουξεμβούργου παρείχε αρκετούς αυτοκράτορες της Γερμανίας, βασιλείς της Βοημίας και αρχιεπισκόπους του Τρηρ και του Μάιντς. Από τον Πρώιμο Μεσαίωνα έως την Αναγέννηση, το Λουξεμβούργο έφερε πολλά ονόματα, όπως Lucilinburhuc, Lutzburg, Lützelburg, Luccelemburc και Lichtburg, μεταξύ άλλων.
Το δουκάτο (1353-1797)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Λουξεμβούργο παρέμεινε ανεξάρτητο φέουδο (κομητεία) της Γερμανίας, όταν, το 1354, ο αυτοκράτορας Κάρολος Δ΄ το ανέδειξε σε δουκάτο για τον αδελφό του Βεγκέσλαο Α΄. Τα εδάφη των δουκών είχαν διαμορφωθεί το 1353 με την ενσωμάτωση της παλαιάς κομητείας του Λουξεμβούργου, της μαρκιωνίας του Aρλόν, των κομητειών Ντυρμπυύ και Λαρός και των περιοχών Tιονβίλ, Μπίτμπουλ και Mαρβίλ. Η κομητεία του Βιάντεν μπορεί επίσης να συμπεριλαμβανόταν, καθώς ήταν υποτελής των κομήτων και των δουκών του Λουξεμβούργου από τις 31 Ιουλίου 1264 περίπου.
Το 1411, ο Σιγισμούνδος του Οίκου του Λουξεμβούργου έχασε το δουκάτο από την ανιψιά του Ελισάβετ, επειδή αθέτησε ένα δάνειο. Η Ελισάβετ πώλησε αργότερα το δουκάτο στον Φίλιππο Γ΄ τον Καλό, δούκα της Βουργουνδίας, του Οίκου των Βαλουά-Βουργουνδίας, ο οποίος την πλήρωσε το 1444. Οι δούκες της Βουργουνδίας είχαν αποκτήσει προηγουμένως μια σειρά από άλλες κτήσεις στις Κάτω Χώρες, όπως τη Φλάνδρα, το Αρτουά, το Αινώ, τη Βραβάνδη, τη Ζηλανδία, την Ολλανδία και το Ναμύρ. Το Λουξεμβούργο και αυτές οι άλλες κτήσεις της Βουργουνδίας στις Κάτω Χώρες αναφέρονται συλλογικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (1384–1482) ως οι Βουργουνδικές Κάτω Χώρες. Η ανδρική γραμμή των δουκών της Βουργουνδίας εξέλιπε το 1477, όταν ο γιος του Φίλιππου Γ΄, Κάρολος ο Τολμηρός απεβίωσε στη μάχη του Νανσύ, αφήνοντας τη Μαρία της Βουργουνδίας, το μοναχοπαίδι του, ως κληρονόμο. Μετά το τέλος του, η Μαρία παντρεύτηκε τον αρχιδούκα Μαξιμιλιανό Α΄ της Αυστρίας, του Οίκου των Αψβούργων, ο οποίος αργότερα έγινε αυτοκράτορας της Γερμανίας. Στη συνέχεια, η Βουργουνδική Ολλανδία τέθηκε υπό την κυριαρχία του Οίκου των Αψβούργων, ξεκινώντας την περίοδο των Αψβουργικών Κάτω Χωρών (1482–1581).
Με την παραίτηση το 1555 του αυτοκράτορα της Γερμανίας Καρόλου Ε΄ (επίσης βασιλιά της Ισπανίας ως Καρόλου Α΄), οι Κάτω Χώρες των Αψβούργων πέρασαν στον γιο του, βασιλιά Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας. Κατά τη διάρκεια της Ολλανδικής Εξέγερσης ή του Ογδοηκονταετούς Πολέμου, οι επτά βόρειες επαρχίες των Αψβούργων Κάτω Χωρών αποσχίστηκαν από την Ισπανία, για να σχηματίσουν την Ολλανδική Δημοκρατία το 1581, ενώ οι υπόλοιπες δέκα νότιες επαρχίες (συμπεριλαμβανομένου του Λουξεμβούργου ) παρέμειναν υπό ισπανική κυριαρχία μέχρι το 1714. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι υπόλοιπες νότιες επαρχίες αναφέρονταν ως Ισπανικές Κάτω Χώρες (ή Νότιες Κάτω Χώρες, ένα όνομα που συνεχίστηκε υπό την αυστριακή κυριαρχία). Ο Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής, ο οποίος διεξήχθη μετά την εξάλειψη της ισπανικής γραμμής των Αψβούργων το 1700, είχε ως αποτέλεσμα οι ισπανικές Κάτω Χώρες να τεθούν υπό την κυριαρχία της μοναρχίας των Αψβούργων της Αυστρίας το 1714, ξεκινώντας έτσι την περίοδο της Αυστριακής Ολλανδίας. Η περιοχή παρέμεινε υπό αυστριακή κυριαρχία μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, όταν την κατέλαβε η Γαλλία το 1795. Η Αυστρία επιβεβαίωσε την απώλειά της στη Συνθήκη του 1797 του Κάμπο Φόρμιο.
Μετά το δουκάτο (1797–σήμερα)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Φορέτ (Forêts) ήταν ένα διαμέρισμα της Γαλλικής Πρώτης Δημοκρατίας και αργότερα της Πρώτης Γαλλικής αυτοκρατορίας στο σημερινό Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Γερμανία. Το όνομά του, που σημαίνει «δάση», προέρχεται από τα δάση των Αρδεννών. Δημιουργήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1795, [4] μετά την προσάρτηση των Νοτίων Κάτω Χωρών από τη Γαλλία την 1η Οκτωβρίου. [5] Πριν από την κατοχή των Γάλλων, η επικράτεια αποτελούσε τμήμα του δουκάτου του Λουξεμβούργου και του δουκάτου του Μπουγιόν. Το Λουξεμβούργο έχασε ένα μικρό μέρος τού εδάφους του από την Πρωσία το 1813.
Πρωτεύουσά του ήταν η πόλη του Λουξεμβούργου. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα Α΄ το 1814, το μεγαλύτερο μέρος του έγινε τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου των Κάτω Χωρών, με το τμήμα στην ανατολική πλευρά των ποταμών Oυρ και Σάουερ να αποτελεί μέρος της Πρωσίας (τώρα Γερμανία). Στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815, μέρος της γης του πρώην δουκάτου του Λουξεμβούργου δόθηκε στην Πρωσία, για να ικανοποιήσει μια δυναστική αξίωση και το υπόλοιπο δημιουργήθηκε ως νέο μεγάλο δουκάτο του Λουξεμβούργου, το οποίο έγινε επίσης μέλος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας και δόθηκε στην βασιλιά Γουλιέλμος Α΄ των Κάτω Χωρών σε προσωπική ένωση με το Ηνωμένο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.
Σε αντίθεση με τις Κάτω Χώρες, ωστόσο, το Λουξεμβούργο ήταν μέρος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας που ιδρύθηκε το 1815 και μια φρουρά του βασιλείου της Πρωσίας βρισκόταν εκεί. Αφού το βασίλειο του Βελγίου κέρδισε την ανεξαρτησία του από τις Κάτω Χώρες το 1830, το Λουξεμβούργο διαιρέθηκε το 1839, με το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα του μεγάλου δουκάτου να πηγαίνει στο Βέλγιο, έτσι ώστε το μεγάλο δουκάτο να αποτελεί μόνο το μικρότερο ανατολικό τμήμα. Η προσωπική ένωση μεταξύ του θρόνου του Λουξεμβούργου και του ολλανδικού θρόνου συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Γουλιέλμου Γ΄ το 1890, οπότε ο θρόνος της Ολλανδίας πέρασε στην κόρη του Βιλελμίνη και ο θρόνος του Λουξεμβούργου στον Aδόλγο του Νάσσαου-Βάιλμπουργκ.
Η επικράτεια του πρώην δουκάτου του Λουξεμβούργου διαιρείται τώρα μεταξύ του μεγάλου δουκάτου του Λουξεμβούργου, της βελγικής επαρχίας του Λουξεμβούργου, του γερμανικού ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου και των γαλλικών διαμερισμάτων Αρδεννών, Μεύση (Μεζ) και Μοζέλα (Μοζέλ), το τελευταίο τμήμα αναφέρεται ως Γαλλικό Λουξεμβούργο από τη Συνθήκη των Πυρηναίων του 1659.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ermesinde et l'affranchissement de la ville de Luxembourg; Etudes sur la femme, le pouvoir et la ville au XIIIe siècle, sous la direction de Michel Margue, Publications du Musée d'Histoire de la Ville de Luxembourg, Publications du CLUDEM tome 7, Λουξεμβούργο 1994.
- Tatsachen aus der Geschichte des Luxemburger Landes, Dr. PJ Müller, Λουξεμβούργο 1963, Verlag "de Frendeskres", Imprimerie Bourg-Bourger.
- Vivre au Moyen Age: Λουξεμβούργο, Metz et Trèves; Etudes sur l'histoire et l'archéologie urbaines, sous la direction du Musée d'Histoire de la Ville de Luxembourg, Publications Scientifiques du Musée d'Histoire de la Ville de Luxembourg, tome 2, Luxembourg 1998.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Luxembourg». Catholic Encyclopaedia. 1913. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2006.
- ↑ "Luxembourg." Funk & Wagnalls New Encyclopedia, 16. Funk & Wagnalls, Inc., 1990. (ISBN 0-8343-0091-5)
- ↑ J.-P. Koltz, Baugeschichte der Stadt und Festung Luxemburg, I. Band
- ↑ Kreins (2003), pp.64–5
- ↑ Kreins (2003), p.64