Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αχιλλέας Μαδράς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αχιλλέας Μαδράς
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Αχιλλέας Μαδράς (Ελληνικά)
ΨευδώνυμοΆλκης Ακύλας[1]
Γέννηση3  Αυγούστου 1875
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος29  Νοεμβρίου 1972
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Σπουδέςδραματική σχολή
Ιδιότηταηθοποιός, σκηνοθέτης κινηματογράφου[2] και σεναριογράφος[3]
ΣύζυγοςΦρίντα Πουπελίνα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αχιλλέας Μαδράς (Κωνσταντινούπολη 3 Αυγούστου 1875-29 Νοεμβρίου 1972) ήταν Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης από τους πρωτοπόρους του ελληνικού κινηματογράφου.

Δημιούργησε τις "Άζαξ Φιλμ" (δεκαετία του '20) και "Mίρορ Φιλμ" (δεκαετία του '30), εταιρείες κινηματογραφικών παραγωγών και εκμετάλλευσης. Ο ίδιος εργαζόταν με ζήλο στον κινηματογράφο, από όλες σχεδόν τις θέσεις: του παραγωγού, του διευθυντή, του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του ηθοποιού. Μαζί με την μούσα και σύζυγό του, ηθοποιό Φρίντα Πουπελίνα (που παρουσιάζεται ως «ο αστήρ του κινηματογράφου της Βιέννης»), αποκτά ένα αγόρι. Η μόνη πληροφορία που έχουμε για τον γιο του είναι ότι συμμετέχει οικονομικά στην ελληνοτουρκική ταινία Ο κακός δρόμος (1933).

Ο Αχιλλέας Μαδράς, αν και στο σκηνοθετικό ενεργητικό του έχει μόλις μία ταινία επικαίρων και τρεις ταινίες μεγάλου μήκους, γίνεται θρύλος. Χαρακτηρίζεται «τσαρλατάνος και γραφικός», «πρωτοπόρος του σινεμά αλλά και του κιτς» (Δημήτρης Λυμπερόπουλος), «η πλέον δαιμονία και γραφική προσωπικότης των Ελλήνων κινηματογραφιστών» (Ηλιάδης), «ο πιο φανταχτερός άνθρωπος του ελληνικού κινηματογράφου» (Δημήτρης Κολιοδήμος), «ο πατριάρχης του ελληνικού cult cinema». Ο Αλέκος Σακελλάριος τονίζει ότι «ο κύριος Μαδράς είναι αξιέπαινος γιατί προσπάθησε, με τα φτωχά μέσα της εποχής του, πρώτος αυτός, να παρουσιάσει ταινίες αξιώσεων και θεάματος» [4]

Τα πρώτα του βήματα ως ηθοποιός τα έκανε με το θίασο της μεγάλης πρωταγωνίστριας Σάρα Μπερνάρ την εποχή που εκείνη ερμήνευε τον Αετιδέα του Εντμόν Ροστάν στο Παρίσι (1900). Στην Ελλάδα δεν ανέπτυξε σημαντική θεατρική δραστηριότητα, αν και δοκίμασε να ερμηνεύσει κάποιους από τους σημαντικότερους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας. Το 1917 ερμήνευσε τον Μάκβεθ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, όπως επίσης και τον Σάιλοκ στον Έμπορο της Βενετίας. Το 1918 εμφανίστηκε στο Μαλλιαροπούλειο Θέατρο της Τρίπολης, στον ρόλο του Οθέλλου.

Περιόδευσε στο εξωτερικό τις δεκαετίες του 1920 και 1930, έμεινε στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Aίγυπτο, όπου υπήρχε έντονο ελληνικό στοιχείο. Αν και από τις αρχές του 20ού αιώνα αφιερώθηκε στον κινηματογράφο, παράλληλα με τις προβολές των ταινιών του στο εξωτερικό, συνέχισε να ερμηνεύει μεμονωμένους θεατρικούς ρόλους στα διαλείμματα προβολών. Σε ομογενειακό τύπο της εποχής διαβάζουμε: «Από το Times Suare Theatre, 42nd Str. [...] δίδεται κατά την 20ή Απριλίου ελληνική κινηματογραφική παράστασις υψίστου ενδιαφέροντος "Η τσιγγάνα της Αθήνας" [...]. Αλλ' εκτός αυτών, ο κ. Αχιλλεύς Μαδράς θα εμφανισθή εις την σκηνήν ως Ορέστης της "Ορεστιάδος" του Αισχύλου· θα παρουσιάση και ερμηνεύση μίαν από τας σκηνάς του αρχαίου τούτου δράματος, με την καλλιτεχνικήν χάριν και δεινότητα, η οποία τον ανέδειξεν εις Παρισίους έναν πρώτης γραμμής ηθοποιόν».

Ο Αχιλλέας Μαδράς ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την 7η Tέχνη κάνοντας μικρά περάσματα σε κάποιες από τις πρώτες βωβές ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου (1904-1909). Η σκηνή που ο τσιγγάνος Mίρκα (Μαδράς) είναι καθισμένος σε ανάκλιντρο ενώ γυναικείες παρουσίες χορεύουν τριγύρω του, είναι αντιγραφή της αντίστοιχης του Εμίλ Κολ από την εποχή που ο Μαδράς τον είχε συναντήσει στη Γαλλία. Στο ενεργητικό του έχει μία παραγωγή επικαίρων και τρεις ταινίες –η δεύτερη περιελάμβανε σκηνές από την πρώτη! Το 1964, σε ηλικία 89 ετών, εμφανίζεται για τελευταία φορά στην οθόνη, με εμφάνιση του ενός λεπτού, σε μια ταινία-ντοκιμαντέρ για τους πρωτεργάτες του ελληνικού κινηματογράφου.

Τον Mάρτιο του 1939, λίγο πριν από τον Πόλεμο, δημιουργεί το «Στούντιο Μαδρά» (Ζωοδόχου Πηγής 48), μια κινηματογραφική σχολή στα αμερικανικά πρότυπα, η οποία «αν δεν βγάλει κινηματογραφικούς αστέρας από τους μαθητάς της, θα μάθουν τουλάχιστον οι τελευταίοι, διάφορα από την ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας την οποία διδάσκονται». Λαμβάνει μέρος στην 1η Έκθεση Κινηματογράφου στο Ζάππειον Μέγαρο (10-31 Δεκεμβρίου 1960) όπου προσπαθεί να θυμίσει στον κόσμο την συμβολή του στο ελληνικό σινεμά και να αποκαταστήσει την εικόνα του η οποία είχε πληγεί από διάφορες χλευαστικές κριτικές στο παρελθόν.

  • 1920 - 1921: Πρόσφυγες του ΠολέμουΈξοδος των Προσφύγων ή Επιστροφή των Αιχμαλώτων)

Βωβή ταινία, στο είδος των «Επικαίρων», συνολικής διάρκειας 6.000 ποδών.[5]

Ο Μαδράς συγκεντρώνοντας το υλικό των Ελλήνων κινηματογραφιστών που ακολουθούσαν τον ελληνικό στρατό, έφτιαξε ένα ντοκυμαντέρ (που τότε λεγόταν «ζουρνάλ» (επίκαιρα). Ξεκίνησε να γυρίζεται τον χειμώνα του 1920 για να προλάβει τις πολεμικές επιχειρήσεις και την εκατονταετηρίδα της εθνικής απελευθέρωσης του 1821. Κατέληξε με σκηνές από την φυγή των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και προβλήθηκε μαζί με άλλα συγκεντρωμένα αποσπάσματα επικαίρων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το υλικό αυτό προβλήθηκε κυρίως στους Έλληνες της Αμερικής που ήθελαν να μάθουν και να δουν την τύχη των συμπατριωτών τους.

Η διαφήμιση της ταινίας στον ομογενειακό τύπο της Αμερικής έχει ως εξής: «Έλληνες, ελάτε όλοι να ιδήτε τα μαρτυρικά βάσανα που υπέφεραν οι δυστυχείς μας αδελφοί. [...] Η Επιστροφή των Αιχμαλώτων μας εις την γλυκεία των πατρίδα, ύστερα από 8 μηνών σκληρά αιχμαλωσία και μαρτυρία. Θα νομίσητε ότι ανοίγει η Kόλασις και βγαίνουν νεκροσκελετοί χωρίς μάτια, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια. Δεν υπάρχει ανθρωπίνη καρδιά που να μη δακρύση για την Εθνική αυτή Συμφορά μας» (Οκτώβριος 1922). [6]

  • 1922: Η τσιγγάνα της Αθήνας

βωβή, αμ 1.900 μέτρων ασπρόμαυρη. παρ Άζαξ Φιλμ. σκ Αχιλλέας Μαδράς. φωτ Γιόζεφ Χεπ.

ηθ. Αχιλλέας Μαδράς (Mίρκα/Γιορ στην αμερικανική κόπια), Φρίντα Πουπελίνα (Λιλή/Ντόλι)

Κοινωνική περιπέτεια που δεν παρουσιάστηκε σε κανονική προβολή στην Ελλάδα αλλά εκτεταμένες σκηνές της ενσωματώθηκαν αργότερα στον Mάγο της Αθήνας. Τα δελτία τύπου του Μαδρά προέβαλαν την Τσιγγάνα ως «μία σύνθεσις πολύπλοκος, περιπετειώδης και συναρπάζουσα που δύναται να συναγωνισθή προς οιονδήποτε ξένον κινηματογραφικόν δράμα». Παρ' όλα αυτά οι ελάχιστοι θιασάρχες (σε επίσημη στατιστική της εποχής βρίσκουμε 6 κινηματοθέατρα στην Αθήνα και 7 στον Πειραιά) δεν δέχτηκαν να προβάλουν την ταινία γιατί την θεώρησαν κακή εμπορικά. Η Τσιγγάνα προβλήθηκε μόνο σε μια τουρνέ στον Ελληνισμό της Αμερικής,[7] από την οποία φαίνεται ότι ο Μαδράς ενθαρρύνθηκε σημαντικά. [3] Πέντε σκηνές της ταινίας είχαν λογοκριθεί για την προβολή της στις ΗΠΑ. Αυτές ήταν: η ανάδυση της Αφροδίτης από τη θάλασσα, μια κλοπή ενός κολιέ από μια λιπόθυμη κοπέλα, η πτώση μιας κοπέλας σε γκρεμό, πλάνα από χορό της κοιλιάς και κοντινά χορευτικά πλάνα πάνω σε έναν βράχο.[7]

Στις H.Π.A. διαφημίστηκε ως ένα «τετράπρακτον δράμα, το οποίον εξελίσσεται επάνω εις την Ακρόπολην των Αθηνών, γύρω από τα αθάνατα προγονικά μνημεία της Tέχνης [...]». Ο Μαδράς δείχνει να πρωτοπορεί: «Την 20ήν Απριλίου, Κυριακήν των Βαΐων, θα γίνει η πρώτη εμφάνισις των ελληνικών ταινιών (σσ. μαζί με τους "Πρόσφυγες του Πολέμου") εις εν από τα ωραιότερα και μεγαλύτερα θέατρα της Nέας Yόρκης. Η παράστασις προμηνύεται εκτάκτως επιτυχής, καθότι ο κ. Μαδράς απεφάσισε να την διοργανώση κατά το αμερικανικόν σύστημα, ήτοι με πλήρη ορχήστραν και εν πρόγραμμα ποικιλιών, ως γίνεται και με τα εδώ θέατρα».

  • Das Spiel ist aus 1922

Αυστριακή βωβή ταινία του σκηνοθέτη Χανς Ότο που έκανε πρεμιέρα στην Αυστρία στις 23.06.1922. Συμπρωταγωνίστησε μαζί με τους Ludwig Hartau, Albert Kersten και Paul Baratoff.

  • Μαρία Πενταγιώτισσα 1928/29, βωβή (από το 1939 ομιλούσα! Ο Μαδράς επεξεργάζεται ξανά το υλικό του μετατρέποντας την ταινία του σε ομιλούσα, με προσθήκη ήχου και διαλόγων), αμ 100' παρ Άζαξ Φιλμ. σν/σκ Αχιλλέας Μαδράς. φωτ Γιόζεφ Χεπ.  

ηθ. Αχιλλέας Μαδράς (παπα-Γαβριήλ, νονός της Μαρίας), Φρίντα Πουπελίνα [στην ομιλούσα εκδοχή εμφανίζεται ως Nέλλα Mάυ] (Μαρία Πενταγιώτισσα), Αιμίλιος Βεάκης (λήσταρχος Λαμάρας), Εμμανουήλ Καντιώτης (φύλακας φυλακών), Ιωάννης Αυλωνίτης [αδελφός του Βασίλη] (στην αρχή αναφέρεται ως Μπότσαρης, αργότερα ως Μαυρομιχάλης), Αφεντάκης (ταμίας του Κράτους), Γιάννης Σπαρίδης (ένας Χιώτης), Ηλίας Κακανάς (βασιλιάς Όθωνας), Μαρίτσα Ανδρικίδη (βασίλισσα Αμαλία), B. Δαμάσκος (στα πρώτα διαφημιστικά καταγράφεται ως Μαυρ��μιχάλης· αργότερα ως Κολοκοτρώνης), Kόκος (δικαστής), Βασιλάκης (Πήλικας), Λουλουδάκης (Γρίβας), Χατζηχρήστος (Σκαρλάτος Σούτσος), Τριχά (δασκάλα), Κωνσταντινίδης (Κίτσος Τζαβέλας) Βαρβέρης (Κολοκοτρώνης) κ.ά.

Μια από τις πρώτες ταινίες φουστανέλας που θεωρήθηκε «η πρώτη ελληνική κινηματογραφική υπερπαραγωγή». Αρκετά χαλαρή μεταφορά ενός ελληνικού λαϊκού θρύλου με εθνικοϊστορικά στοιχεία. Έκανε πρεμιέρα στα κινηματοθέατρα των Αθηνών Αττικόν & Σπλέντιτ (18.02.1928), ενώ αργότερα προβλήθηκε και στην Αίγυπτο, στον κινηματογράφο Kάπιτολ.

Ο Μαδράς χρησιμοποιεί έξυπνα τα μέσα της εποχής. Αφού αφήνει να διαρρεύσει ψευδώς ότι «εν τη παραμονήν του επί τετραετίαν εις Xόλλυγουντ, εγύρισεν διάφορα έργα δια λογαρισμόν της Mέτρο Γόλδουϊν» [8], ακολούθως, με μια πομπώδη αναγγελία της Αζάξ-Φιλμ, ζητά ερασιτέχνες ηθοποιούς για το γύρισμα της Μαρίας Πανταγιώτισσας ενώ, λίγο αργότερα, διακηρύσσει ότι θα γυρίσει την ταινία με... δύο μηχανές λήψεως. Για να είναι πιο σίγουρος για την επιτυχία της ταινίας δίνει μικρό ρόλο στην Ίριδα Σκαραβαίου, γνωστή κριτικό κινηματογράφου της εποχής, με αποτέλεσμα  να γράψει ενθουσιαστικά σχόλια για το έργο.[8] Η Τράπεζα Αθηνών κάνει μια μικρή χορηγία στον Μαδρά και εκείνος, όχι μόνο βάζει διαφήμιση της τράπεζας στο πρόγραμμα της ταινίας αλλά υπόσχεται και ρόλο: «Eίναι ενδεχόμενον τον ρόλον του βασιλέως Όθωνος να υποδυθή ο κ. Πέτρος Λέων, τέως ταγματάρχης και ήδη ταμίας της Τραπέζης Αθηνών» [9] Τελικά τον βασιλικό ρόλο παίζει ο ίδιος ο αξιωματικός της Προεδρικής Φρουράς με τα πραγματικά ρούχα του Όθωνα. Οι σκηνές του παλατιού γυρίζονται σε σαλόνι με τα αυθεντικά έπιπλα, τον θρόνο και το σκήπτρο του Όθωνα που παραχωρήθηκε γι αυτό τον σκοπό από το αντίστοιχο Μουσείο.

Παράλληλα ο Μαδράς συνεχίζει να βομβαρδίζει τον τύπο με αδιάφορες πληροφορίες γραμμένες με μεγάλη σοβαρότητα: «Εις την ταινίαν θα λάβη μέρος και μια γάτα, αστήρ εξαιρετικής ομορφιάς, η μις Καλιφόρνια, μασκότ της συμπαθούς πρωταγωνίστριας Φρίτας Πουπελίνας –μιας από τις καλλίτερες βάμπ της τελευταίας πενταετίας». Bάζει υπότιτλο στην ταινία: «η γυναίκα των παθών και των ερώτων» προσπαθώντας να κάνει εντύπωση και παράλληλα «δια την πρόοδον της κινηματογραφικής τέχνης εις την Ελλάδα έχει μετακαλέσει και βιεννέζον οπερατέρ, τον κ. Αλμπέρτκερ». «Εις την ταινίαν λαμβάνουν μέρος 25 επαγγελματίαι ηθοποιοί, 200 ερασιτέχναι, η Φρουρά του Προέδρου της Δημοκρατίας, 3.000 στρατιώται και... 200 άλογα». Ο Αλμπέρτκερ γυρίζει την ταινία με άκρα δυσκολία αφού στις σκηνές ο κόσμος είναι πάρα πολύς ενώ δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς λένε οι ηθοποιοί, γιατί δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα.

Το γύρισμα της ταινίας είναι ο απόλυτος ορισμός του καλτ: Στις στιγμές της μεγάλης μάχης τα περισσότερα από τα φυσίγγια είναι άκαπνα και κανείς από τους θεατές δεν μπορέι να καταλάβει πότε κάποιος πυροβολεί και πότε όχι. Οι νεκροί σηκώνονται για να ξαναπολεμήσουν ενώ ο καλλιτέχνης φωτογράφος E. Καλογερίδης παίρνει διαρκώς φωτογραφίες για τον Tύπο, ντυμένος με φουστανέλα σε περίπτωση που τον πιάσει η κάμερα... Τα σφαγμένα και ψημένα αρνιά του γλεντιού μισοτρογώνονται πριν ακόμη τελειώσει το γύρισμα από τους πεινασμένους ευζώνους και, όπως διηγείται ο Βασίλης Ηλιάδης, «δύο γεροντάκια που περνούν τυχαία από την σκηνή τους έρχεται η όρεξις να ιδούν τα πρόσωπά των αποθανατισμένα. Βεβαιούν ότι ημπορούν να παίξουν φυσικώτατα τον πρόεδρο της κοινότητος και του τοκογλύφου του χωριού. Ο ρεζισέρ βάζει μια μπλούζα στον πρώτο, ο κουρέας Μιτίας τους πουδράρει και η σκηνή γυρίζεται»!

  • Ο μάγος της Αθήνας (ή Η Αγάπη που δεν σβήνει)

1931, βωβή, έγχρωμη (ζωγραφισμένη καρέ-καρέ στο χέρι) παρ Mίρορ Φιλμ. σν Άκυς Ακύλλας [ψευδώνυμο Αχιλλέα Μαδρά]. σκ Αχιλλέας Μαδράς. φωτ Γιόζεφ Χεπ.

ηθ. Αχιλλέας Μαδράς (μάγος Mίρκα), Nέλλα Mάυ [ψευδώνυμο Φρίντας Πουπελίνα] (Λιλή), Αφεντάκης (Πάουλο), Γιάννης Σπαρίδης (ζιγκολό), Λέλα Πατρικίου (νεαρή στην παραλία), Ορέστης Μακρής (νέος στην παραλία· πρώτη εμφάνιση) κ.ά.

Ερωτικό μελόδραμα που έκανε πρεμιέρα στις 30.03.1931. Η ιστορία ενός μάγου-βιολιστή που ενώ οι γυναίκες δεν μπορούν να του αντισταθούν, εκείνος είναι ερωτευμένος με την Αιγύπτια χορεύτρια Λιλή. Η ταινία διαφημίζεται ως έγχρωμη. Ο Γιώργος Τζαβέλλας γράφει: «Ο Μαδράς είχε επιστρατεύσει μερικούς σπουδαστάς της Σχολής Καλών Τεχνών, που έβαψαν με πινελάκια ένα ένα ωρισμένα καρέ της ταινίας. Με τη μεγέθυνση στην οθόνη, το θέαμα γινόταν φοβερό. Όταν οι ηθοποιοί κινούνταν τα χρώματα έμεναν ακίνητα· μπλε χόρτα, κίτρινα πρόσωπα, χείλη με... βυσσινάδα, κι όταν άνοιγε κάποιο στόμα τα δόντια εξακολουθούσαν να είναι κόκκινα! Η πρωταγωνίστρια γοήτευε φίδια... αλλά τα φίδια ήταν ξύλινα παιδικά παιχνίδια, κι ο κόσμος εκάγχαζε. Ο γερο Μαδράς έμπαινε σ' ένα καϊκι με δύο κατάρτια. Στο πέλαγος εγίνονταν τρία και στο τέλος... ένα. Κι ενώ το καϊκι έπλεε για να μπει στο λιμάνι (της Χάιφας υποτίθεται) έβλεπες το παλαμάρι με το οποίο ήταν δεμένο στην παραλία του Πειραιώς, και μια τεράστια διαφήμιση απέναντι που έγραφε "ψαθάκια Αριανούτσου"».

Και εδώ τα ευτράπελα που χαρακτηρίζουν τον Μαδρά δεν παύουν: στην αρχή η ταινία ήταν να παιχτεί «εις τας 2 Φεβρουαρίου, αλλά ήλθεν γρίππη εις τας Αθήνας και ο Mάγος ανεβλήθη» ώστε να υπάρχει κοινό. Στη δε προβολή της ταινίας επιστρατεύονται ροκάνες, κουδούνια, σφυρίχτρες και δημιουργείται ένα πανδιαμόνιο που δεν έχει όμοιό του στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.[10] Μια αποκριάτικη στολή Κινέζου έχει αποκτήσει ο Tάσος Μελετόπουλος γι' αυτό και δημιουργείται στην ταινία αντίστοιχος ρόλος. Στην ταινία συμμετέχει η Μαρίτσα Καλλιγέρη, η οποία είχε εκλεγεί «μις Προσφυγοπούλα» το 1930 και διαφημίζεται ως η «μις Ελλάς της... Αιγύπτου». Η πρωταγωνίστρια Φρίντα Πουπελίνα εμφανίζεται –κατά παραγγελία– ως ημίγυμνη χορεύτρια κάτι που μετά την προβολή της ταινίας κάνει σύσσωμο τον ελληνικό τύπο να ζητά την επιβολή λογοκρισίας επί της συγκεκριμένης παραγωγής!

Η ταινία αποκαλείται ως η «χειροτέρα όλων των ελληνικών ταινιών από συστάσεως κινηματογράφου». Η Ροζίτα Σώκου πίστευε ότι το ξεψύχισμα του κύκνου –ο χορός με τα πούπουλα της Πουπελίνα– ήταν ένα από τα χειρότερα πλάνα στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και ότι η ίδια η Φρίντα ήταν «φρικώδους ασχήμιας».

Ο Kώστας Δαφνής γράφει στον Κινηματογραφικό Αστέρα διάφορα άρθρα σε συνέχειες (17.03 - 18.10.1931) και κατακεραυνώνει τον Μαδρά: «Ο κ. Μαδράς κατάφερνε να τον προσέχουν όλοι από τον θόρυβο που έκανε ο ίδιος για τον εαυτό του για επιτυχίες και ότι διέθετε ιδιαίτερες και πλουσιότερες γνώσεις. Δεν υπήρξε ποτέ του εξαιρετικά ενδιαφέρων τύπος. Στερείται δημιουργικής φαντασίας, αν όχι και κοινού νου. Μολαταύτα κατορθώνει να επιπλέη. Αναμίχθηκε σ' όλα τα είδη της τέχνης, για ν' αποτύχη σε όλα, και για να βρη στερνό αποκούμπι στον κινηματογράφο ο οποίος θα δεινοπαθήσει στα χέρια του. Ήλθε στην Ελλάδα ύστερα από κάμποσο καιρό απουσίας στην Αμερική, με την αίγλη κάποιων καλλιτεχνικών θριάμβων, τους οποίους μόνος του ήξερε και μόνος του διηγείτο, που περιορίζονταν κατά κάποιες πληροφορίες στο παίξιμό του ως απλός φιγκυράν σε κάποια ταινία του Τζον Τζίλμπερ και ζήτησε να πιστέψουμε όλοι στο καλλιτεχνικό του δαιμόνιο και να εμπιστευθούμε στας εμπνεύσεις του. Και έρχονται η "Μαρία η Πενταγιώτισσα" και ο "Μάγος της Αθήνας" για να μας δώσουν την διαπίστωση της πλήρους ανικανότητας του Μαδρά. Δεν αξίζει τον κόπο ν΄ασχοληθούμε σοβαρά με τις ταινίες του».

Στον εύθυμο κινηματογραφικό καζαμία του ίδιου περιοδικού αναφέρεται: «Σελήνης α' τέταρτον. Καιρός ψυχρός και παγετώδης. Εις ένα κεντρικόν κινηματογράφον προβάλλεται με εξαιρετικήν επιτυχίαν "ο Mάγος" του Μαδρά. Οι θεαταί ριγούντες εκ... συγκινήσεως αναφωνούν μετ' ενθουσιασμού "μπράβο, μπράβο". Αλλάξατε όμως το πρώτον γράμμα του έργου και αντί M βάλτε ένα Π μεγάλο· θα είστε ειλικρινέστεροι. Ο κ. Μαδράς καθεύδων μακαρίως υπό μανδραγόραν και ακούων την απαίτησιν του κοινού γυρίζει από το άλλο πλευρό [...]» Στον Ημερήσιο Tύπο (8.04.1931) διαβάζουμε ακόμη ότι «ο κινηματογραφικός "αστήρ" κ. Μαδράς ήγειρε αγωγήν κατά του συναδέλφου του κ. Σπ. Μελά διότι εις ένα χρονογράφημά του εχαρακτήρισεν ως οικτράν αποτυχίαν την τελευταίαν ταινίαν του "ο Mάγος της Αθήνας" και συνώδευσε τας κρίσεις του με διαφόρους αποκαλύψεις θιγούσας τον ιδιωτικόν βίον του καλλιτέχνη παρουσιαζομένου, ότι δεν αλλάζει ποτέ τις κάλτσες του και ότι έχει μίαν τεραστίαν κεφάλαν εν αντιθέσει προς τα πολύ μικρά πόδια του. [...] Εις κύκλον θαυμαστών του ο κ. Μαδράς εξεμυστηρεύθη ότι [...] "μου εζήτησεν επανειλημμένως να παίξη αυτός τον ρόλον του Mάγου"».

Η ταινία-ντοκιμαντέρ (1964) αποτελεί μοναδικό αναδρομικό αφιέρωμα με διασωθείσες ταινίες του 1920-1930, σε παραγωγή Κλέαρχου Κονιτσιώτη, παρουσίαση/κείμενα Αλέκου Σακελλάριου και εκμετάλλευση της Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης AE.

Στη συγκεκριμένη ταινία, ανάμεσα στα αποσπάσματα από τα έργα του Αχιλλέα Μαδρά (11ο όνομα στους τίτλους αρχής), εμφανίζεται και ο ίδιος σε ηλικία 89 ετών, πάντα συμπαθής, φορώντας την χαρακτηριστική κάπα του και το πλατύ θεατρικό του καπέλο. Κρατώντας ένα πούρο στο χέρι, δίπλα σε μια παλιά κάμερα λήψεως, ο Σακελλάριος τον παρουσιάζει και εκείνος απαντά με την χαρακτηριστική του φωνή. «[...] Στις ταινίες που θα τον δείτε να πρωταγωνιστεί ήταν 55 ετών παληκαράκι, όπως λέει ο ίδιος. Έτσι κύριε Μαδρά;». «Τα αληθινά νιάτα νομίζω ότι αρχίζουν, και είμαι βέβαιος ότι αρχίζουν μόνο στα 55 χρόνια». «Και τα γεράματα;». «E, για γεράματα... Ας μη μιλούμεν από τώρα για τα γεράματα, έχουμε καιρόν...»

Σε γενικές γραμμές, ο Αχιλλέας Μαδράς δέχτηκε δριμείες κριτικές από τους κριτικούς και κοροϊδεύτηκε έντονα από τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Μεμονωμένα καλά σχόλια έγιναν από ανθρώπους που παρέμειναν φίλοι του μέχρι το τέλος: στον ρόλο του παπα-Γαβριήλ θεωρήθηκε «εκφραστικός» (Σπύρος Μαρκεζίνης, με ψευδώνυμο Ro-ma) [11], «φυσικός και συμπαθής» (Ίρις Σκαραβαίου), που «πρέπει να υποστηριχθή απολύτως υπό του κοινού η εργασία του κ. Μαδρά, εμπνευσμένου από αληθή αγάπην προς την τέχνην» (Ro-ma) κ.α.

Στην κωμωδία του 1933 «Η Δεσποινίς Δικηγόρος», τα έντυπα γράψανε: «Ο Μαδράς νικήθηκε. "Ο Mάγος της Αθήνας" του έπαψε να είναι το αριστούργημα του κακού κινηματογράφου. "Η Δεσποινίς Δικηγόρος" του πήρε τη θέση. Eίναι ζήτημα αν απ' όλες τις ταινίες που είδαμε ως τώρα, από τον καιρό που υπάρχει κινηματογράφος, είδαμε άλλη χειρότερη. [...] Oύτε μια καλή σκηνή δεν υπάρχει σ' ολόκληρη την ταινία [...] γι' αυτό στην αρχή έγραψα ότι νικήθηκε ο Μαδράς». [12]

Σήμερα το κινηματογραφικό έργο του Μαδρά κρίνεται με μεγάλη συμπάθεια –αν όχι με λατρεία– και οι ταινίες του συμμετέχουν συχνά σε αναδρομικές προβολές.

* Τον Νοέμβριο 1990 (22.09) προβλήθηκε 20λεπτο απόσπασμα από τον "Mάγο της Αθήνας" σε φεστιβάλ του Γαλλικού Ινστιτούτου στα πλαίσια του θέματος «Αθήνα, αναζητώντας τη χαμένη πόλη». *  Το τρίμηνο Απρίλιος-Ιούνιος 1993 σε φεστιβαλικά αφιερώματα του ΜοMa της Nέας Yόρκης με ελληνικές ταινίες, προβλήθηκαν αποσπάσματα από έργα του Μαδρά.  *  Για τα 100στά γενέθλια του Κινηματογράφου στο πρόγραμμα του μηνός Δεκεμβρίου, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος πρόβαλλε τον "Mάγο της Αθήνας" (6.12.1993) και την "Μαρία Πενταγιώτισσα" (10.12.1993).  *  Το πεντάμηνο Mάρτιος-Ιούλιος του 1995 το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι πρόβαλε τις 100 σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Mέσα σε αυτές ήταν και η "Μαρία Πενταγιώτισσα" (προβολές 5.04 - 29.05.1995). *  Τον Aύγουστο του 1998 (18.08) στα πλαίσια του YΠΠO για την ανάπτυξη του δικτύου δημοτικών κινηματογράφων, ο δημ. κινηματογράφος "Mίμης Φωτόπουλος" του Δήμου Αμαρουσίου πρόβαλλε την "Μαρία Πενταγιώτισσα".  *  Τον Ιούνιο του 2013 ο "Μάγος" (ξανα)μάγεψε στο 15ο Nitrate Film Festival [9], ένα φεστιβάλ εξειδικευμένο στην προβολή αποκατεστημένων ταινιών εθνικών αρχείων που διοργανώνει από το 1998 η Ταινιοθήκη της Σερβίας.

Το βιβλίο του Μαρίνου Κουσουμίδη για την Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου έχει εξώφυλλο από την ταινία "Ο Mάγος της Αθήνας" (από την αφίσα του ντοκιμαντέρ "Τον παλιό εκείνο τον καιρό), ενώ από τον "Mάγο" είναι και το εξώφυλλο του βιβλίου ο Ελληνικός Κινηματογράφος - Ντοκουμέντα 1 του Γιάννη Σολδάτου.

Σήμερα, ιδίως με την χρήση του διαδικτύου, είναι κοινή πεποίθηση ότι η λέξη σαρδάμ προέρχεται από τον αναγραμματισμό της λέξεως Μαδράς –από τα πολλά λάθη που έκανε εκείνος. Το ευφυολόγημα αυτό πρέπει να αποδοθεί για πρώτη φορά στον Φρέντυ Γερμανό.

Δεν υπάρχει καμία τέτοια πληροφορία σε όσα κείμενα έχουν γραφτεί για τον Αχιλλέα Μαδρά όσο ο εκείνος ήταν εν ζωή –και έζησε αρκετά. Αντίθετα, στην εφημερίδα Η Βραδυνή (11.03.1968) υπάρχει άρθρο με τίτλο "σαρδάμ: 35 χρόνια", όπου αναφέρεται ότι «η λέξις "σαρδάμ" εφέτος συμπληρώνει 35 ολόκληρα χρόνια ζωής στο θέατρο [...] και γενικά όπου μπορεί να προκληθή σαρδάμ σ' ένα καλλιτέχνη. Πως δημιουργήθηκε ο όρος αυτός; Το 1933 έπαιζε ο Βασίλης Αυλωνίτης στο "Θέατρο του Λαού", σε μια επιθεώρησι της εποχής. Για μια στιγμή όμως έχασε τα λόγια του και χωρίς να χάση την ψυχραιμία του συνέχιζε να κάνη μορφασμούς και να τραγουδά «σαρδάμ, σαρδάμ, σαρδάμ». Από τότε ο όρος καθιερώθηκε στο θέατρο και κατ' επέκτασι σε όλα τα μπερδέματα της γλώσσας, που κατά καιρούς έχουν σχηματίσει μοναδικά μαργαριτάρια από σκηνής [...]».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. www.mixanitouxronou.gr/axilleas-madras-o-ithopoios-pou-gyrise-tis-protes-kinimatografikes-tainies-apo-to-onoma-tou-vgike-i-leksi-sardam-eno-i-gynaika-tou-emfanistike-gymnostithi-se-film-tou-1931/.
  2. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  3. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  4. http://www.mixanitouxronou.gr/axilleas-madras-o-ithopoios-pou-gyrise-tis-protes-kinimatografikes-tainies-apo-to-onoma-tou-vgike-i-leksi-sardam-eno-i-gynaika-tou-emfanistike-gymnostithi-se-film-tou-1931/
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2018. 
  6. Φ. Ηλιάδης, «Ελληνικός Κινηματογράφος 1906-1960», εκδ. «Φαντασία», Αθήνα 1960, σελ. 29
  7. 7,0 7,1 Αργύρης, Τσιάπος. Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Σέρρες: Α. Τσιάπος. σελ. 329–344. ISBN 978-960-93-7608-2. 
  8. 8,0 8,1 Φ. Ηλιάδης, ο.π., σελ. 18
  9. «Κινηματογραφικός Αστήρ», 30.09.1928
  10. M. Κουσουμίδης, «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1981, σελ. 24
  11. Περιοδικό «Κινηματογραφικός Αστήρ», 14.02.1929 και 08.1929
  12. Γ.N. Μακρής, περιοδικό «Nέα Εστία», 1.5.1933
  • Δημήτρης Κολιοδήμος, Λεξικό Ελληνικών Ταινιών από το 1914 μέχρι το 2000, εκδ. Γένους 2001.
  • Γιάννης Σολδάτος, Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου,  τομ. 4ος, σελ. 122.
  • Γιάννης Σολδάτος, Ο Ελληνικός Κινηματογράφος - Ντοκουμέντα 1 - Μεσοπόλεμος, Αιγόκερως 1994.