θρεμμένος
Greek
editEtymology
editPerfect participle of τρέφομαι (tréfomai), passive voice of τρέφω (tréfo, “feed”) & of its variant θρέφομαι (thréfomai) of θρέφω (thréfo).
Pronunciation
editParticiple
editθρεμμένος • (thremménos) m (feminine θρεμμένη, neuter θρεμμένο)
- fed, nurtured
- fattened up, with sufficient weight
- θρεμμένες αγελάδες ― thremménes ageládes ― fattened up cows
Declension
editDeclension of θρεμμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θρεμμένος • | θρεμμένη • | θρεμμένο • | θρεμμένοι • | θρεμμένες • | θρεμμένα • |
genitive | θρεμμένου • | θρεμμένης • | θρεμμένου • | θρεμμένων • | θρεμμένων • | θρεμμένων • |
accusative | θρεμμένο • | θρεμμένη • | θρεμμένο • | θρεμμένους • | θρεμμένες • | θρεμμένα • |
vocative | θρεμμένε • | θρεμμένη • | θρεμμένο • | θρεμμένοι • | θρεμμένες • | θρεμμένα • |
Related terms
editCompounds
- αναθρεμμένος (anathremménos, “nurtured, raised”)
- κακοαναθρεμμένος (kakoanathremménos, “spoiled -of character-”)
- καλοαναθρεμμένος (kaloanathremménos, “well raised, polite”)
- καλοθρεμμένος (kalothremménos, “well fattened up”)
- μοσκαναθρεμμένος (moskanathremménos, “pampered”)