ενεχυροδανειστήριο
Greek
editNoun
editενεχυροδανειστήριο • (enechyrodaneistírio) n (plural ενεχυροδανειστήρια)
Declension
editDeclension of ενεχυροδανειστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενεχυροδανειστήριο • | ενεχυροδανειστήρια • |
genitive | ενεχυροδανειστηρίου •, ενεχυροδανειστήριου • | ενεχυροδανειστηρίων • |
accusative | ενεχυροδανειστήριο • | ενεχυροδανειστήρια • |
vocative | ενεχυροδανειστήριο • | ενεχυροδανειστήρια • |
Related terms
edit- see: ενεχυριάζω (enechyriázo, “to pawn”)