βουτάω
Greek
editAlternative forms
edit- βουτώ (voutó)
Etymology
editFrom βουτώ (voutó) + -άω (-áo), from Byzantine Greek βουτῶ (boutô), from a metaplasm of -ώ (-ó) with the past stem βουτισ- (boutis-) of βουτίζω (boutízō), from Ancient Greek βυθίζω (buthízō, “to sink, submerge”).[1]
Pronunciation
editVerb
editβουτάω • (voutáo) / βουτώ (past βούτηξα, passive βουτιέμαι, p‑past βουτήχτηκα, ppp βουτηγμένος)
- (intransitive) to sink, dive, immerse, plunge
- (transitive) to grab, collar
- (transitive) to dunk
Conjugation
editβουτάω / βουτώ, βουτιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βουτάω, βουτώ | βουτήξω | βουτιέμαι | βουτηχτώ |
2 sg | βουτάς | βουτήξεις | βουτιέσαι | βουτηχτείς |
3 sg | βουτάει, βουτά | βουτήξει | βουτιέται | βουτηχτεί |
1 pl | βουτάμε, βουτούμε | βουτήξουμε, [‑ομε] | βουτιόμαστε | βουτηχτούμε |
2 pl | βουτάτε | βουτήξετε | βουτιέστε, (‑ιόσαστε) | βουτηχτείτε |
3 pl | βουτάνε, βουτάν, βουτούν(ε) | βουτήξουν(ε) | βουτιούνται, (‑ιόνται) | βουτηχτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βουτούσα, βούταγα | βούτηξα | βουτιόμουν(α) | βουτήχτηκα |
2 sg | βουτούσες, βούταγες | βούτηξες | βουτιόσουν(α) | βουτήχτηκες |
3 sg | βουτούσε, βούταγε | βούτηξε | βουτιόταν(ε) | βουτήχτηκε |
1 pl | βουτούσαμε, βουτάγαμε | βουτήξαμε | βουτιόμασταν, (‑ιόμαστε) | βουτηχτήκαμε |
2 pl | βουτούσατε, βουτάγατε | βουτήξατε | βουτιόσασταν, (‑ιόσαστε) | βουτηχτήκατε |
3 pl | βουτούσαν(ε), βούταγαν, (βουτάγανε) | βούτηξαν, βουτήξαν(ε) | βουτιόνταν(ε), βουτιόντουσαν, βουτιούνταν | βουτήχτηκαν, βουτηχτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βουτάω, θα βουτώ ➤ | θα βουτήξω ➤ | θα βουτιέμαι ➤ | θα βουτηχτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βουτάς, … | θα βουτήξεις, … | θα βουτιέσαι, … | θα βουτηχτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βουτήξει έχω, έχεις, … βουτηγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βουτηχτεί είμαι, είσαι, … βουτηγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βουτήξει είχα, είχες, … βουτηγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βουτηχτεί ήμουν, ήσουν, … βουτηγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βουτήξει θα έχω, θα έχεις, … βουτηγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βουτηχτεί θα είμαι, θα είσαι, … βουτηγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βούτα, βούταγε | βούτηξε, βούτα | — | βουτήξου |
2 pl | βουτάτε | βουτήξτε | βουτιέστε | βουτηχτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βουτώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βουτήξει ➤ | βουτηγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βουτήξει | βουτηχτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
edit- (immerse): βυθίζω (vythízo)
Related terms
edit- αβούτηχτος (avoútichtos, “not dipped”)
- βούτηγμα n (voútigma, “dipping”)
- βούτημα n (voútima, “cookie for dipping -in coffee, etc-”)
- βουτιά f (voutiá, “a swim, dive”)
- μακροβούτι n (makrovoúti, “long dive”)
- τσαλαβουτάω (tsalavoutáo), τσαλαβουτώ (tsalavoutó)
References
edit- ^ βουτάω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language