Μετάβαση στο περιεχόμενο

φθόγγος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φθόγγος οι φθόγγοι
      γενική του φθόγγου των φθόγγων
    αιτιατική τον φθόγγο τους φθόγγους
     κλητική φθόγγε φθόγγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φθόγγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθόγγος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfθoŋ.ɡos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φθόγγος αρσενικό

  1. ο ήχος της έναρθρης φωνής του ανθρώπου
  2. (γλωσσολογία) η ελάχιστη ηχητική μονάδα στην οποία μπορεί να αναλυθεί ένα ηχητικό γλωσσικό σημείο (λέξη)
  3. (μουσική) μουσικός ήχος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

ρίζα φθεγ-

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φθόγγος < φθέγγομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φθόγγος

  1. κάθε διακριτός ήχος, ιδιαίτερα αυτός που παράγεται από τον άνθρωπο
    γόων οὐκ ἀσήμονες φθόγγοι
  2. ήχος φυσικός
    φθόγγος οὔτ᾽ ὀρνίθων οὔτε θαλάσσης
  3. φωνή, κουβέντα
  4. λόγος
    φθόγγος ἔμμετρος (:ο ποιητικός λόγος)
  5. γλώσσα,λαλιά
      μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον, Ἑλλάδος φθόγγον χέουσαν, ἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν (εκλιπαρώντας τούς θεούς να μην αφήσουν να πέσει στα χέρια των εχθρών η πόλη που "μιλάει τη γλώσσα την ελληνική")
    Αισχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, 73 @greeklanguage.gr
  6. άρθρωση, συλλαβή
      φωνῆς μὲν οὔ, φθόγγου δὲ μετέχοντά τινος (για τα ημίφωνα σε σχέση με τα σύμφωνα) Πλάτωνας, Φίληβος, 18c)
  7. ο ήχος της μουσικής, ο φθόγγος, η νότα
    λωτὸς φθόγγον κελάδει (ο αυλός έβγαζε γλυκό ήχο)