λογάκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λογάκι | τα | λογάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λογάκι | τα | λογάκια |
κλητική | λογάκι | λογάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογάκι < λόγ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λογάκι ουδέτερο
- σύντομος λόγος, συνήθως επιτιμητικός
- έχω να σου πω δυο λογάκια για τη συμπεριφορά σου
- τρυφερή κουβέντα
- έλα, μωρό μου, να σε καληνυχτίσω και να πούμε τα λογάκια μας
- τα πρώτα λόγια ενός μωρού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)