Μετάβαση στο περιεχόμενο

ασυλλογισιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυλλογισιά οι ασυλλογισιές
      γενική της ασυλλογισιάς των ασυλλογισιών
    αιτιατική την ασυλλογισιά τις ασυλλογισιές
     κλητική ασυλλογισιά ασυλλογισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασυλλογισιά < ασυλλόγιστος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ασυλλογισιά θηλυκό

  • αστοχασιά, απερισκεψία
    η ασυλλογισιά μου στο παρελθόν με οδήγησε σε πολλά λάθη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]