αξίζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αξίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀξίζω < αρχαία ελληνική ἄξιος
Ρήμα
[επεξεργασία]αξίζω, παρατ.: άξιζα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους
αξίζω, παρατ.: άξιζα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους