Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοστίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοστίζω < κόστος + -ίζω

κοστίζω

  1. έχω ένα ορισμένο κόστος
    αυτό το ψωμί κοστίζει δυο ευρώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]