αναγραφή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγραφή < αρχαία ελληνική ἀναγραφή < ἀναγράφω < γράφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gerbʰ- (χαράσσω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναγραφή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναγράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναγραφή
|