Μετάβαση στο περιεχόμενο

heavy

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός heavy
συγκριτικός heavier
υπερθετικός heaviest

heavy (en)

  1. βαρύς, που έχει κάποιο βάρος, εξαιτίας του οποίου δύσκολα μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή να τον μετακινήσει
      The suitcases are heavy, I can’t lift them by myself.
    Οι βαλίτσες είναι βαριές, δεν μπορώ να τις σηκώσω μόνος μου.
      I got tired during the move because we have a lot of heavy furniture.
    Κουράστηκα στη μετακόμιση, γιατί είχαμε πολλά βαριά έπιπλα.
      Gold is heavier than silver.
    Το χρυσάφι είναι βαρύτερο από το ασήμι.
      The load he was carrying was heavy for him.
    Τον βάραινε το φορτίο που κουβαλούσε.
      If the basket is too heavy for you, give it to me.
    Αν σε βαραίνει το καλάθι, δωσ' το μου εμένα.
  2. βαρύς, που είναι περισσότερο ή χειρότερο από το συνηθισμένο σε ποσότητα, βαθμό κτλ.
      heavy taxation - βαριά φορολογία
  3. βαρύς, χοντρός, για ένα υλικό ή ουσία που είναι χοντρή
      heavy curtains - βαριές κουρτίνες
      a heavy coat - χοντρό παλτό
      These clothes are heavy on me, I’ll take them off.
    Με βαραίνουν αυτά τα ρούχα, θα τα βγάλω.
  4. βαρύς, για μηχανήματα, οχήματα ή όπλα που είναι μεγάλα και ισχυρά
      heavy industry - βαριά βιομηχανία
      heavy weapons - βαριά όπλα
      heavy artillery - βαρύ πυροβολικό
  5. βαρύς, για τρόφιμα μεγάλης ποσότητας ή πολύ πυκνά
      a heavy meal - βαρύ γεύμα
      heavy fats/oils - βαριά λίπη/έλαια
      The lobster was heavy on my stomach.
    Ο αστακός πέφτει βαρύς στο στομάχι μου./Ο αστακός μου βάρυνε το στομάχι.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός heavy
συγκριτικός heavier
υπερθετικός heaviest

heavy (en)

  • βαραίνω
      The lie lay heavy on his conscience.
    Το ψέμα βάραινε τη συνείδησή του.