Μετάβαση στο περιεχόμενο

cut off

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας cut off
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts off
αόριστος cut off
παθητική μετοχή cut off
ενεργητική μετοχή cutting off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cut off <  δείτε τις λέξεις cut και off

cut off (en)

  1. (μεταβατικό, συχνά στην παθητική φωνή) κόβω, διακόπτω, η τηλεφωνική σύνδεση διακόπηκε
      We were cut off while speaking on the phone.
    Μας έκοψαν ενώ μιλούσαμε στο τηλέφωνο.
      While talking (on the phone) we got cut off.
    Ενώ μιλούσαμε (στο τηλέφωνο) μας διέκοψαν.
  2. (μεταβατικό) αποκληρώνω κάποιον
      He cut his son off because he was gambling and drinking.
    Αποκλήρωσε το γιο του, επειδή χαρτόπαιζε και έπινε.
     συνώνυμα: disinherit
  3. (μεταβατικό) διακόπτω, κόβω, σταματάω κάποιον και τον εμποδίζω να μιλήσει
      Let me continue and don’t cut me off.
    Άφησέ με να συνεχίσω και μη με διακόπτεις.
      Don’t cut me off when I’m talking.
    Μη με κόβεις όταν μιλάω.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη interrupt
  4. (μεταβατικό) διακόπτω, κόβω, σταματάω την παροχή κάτι σε κάποιον
      They will cut off the electricity supply.
    Θα διακόψουν την παροχή ηλεκτρισμού.
      Funding for the project will be cut off.
    Θα διακοπεί η χρηματοδότηση του έργου.
      They cut off my allowance.
    Έκοψαν το επίδομά μου.
  5. (μεταβατικό) αποκόπτω, κόβω κάτι από μεγαλύτερο κομμάτι
      The band saw cut off the fingers of his right hand./The band saw cut his fingers off of his right hand.
    Η πριονοκορδέλα τού απέκοψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού.
      The butcher cut off a big steak.
    Ο χασάπης έκοψε μια χοντρή μπριζόλα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη slice off
  6. (μεταβατικό) κόβω, αποκόπτω, αποκλείω, εμποδίζω κάτι
      This tree cuts off the morning light.
    Αυτό το δέντρο μου κόβει το πρωινό φως.
      The rock slides completely cut off their way back.
    Οι κατολισθήσεις των βράχων τούς απέκοψαν πλήρως την οδό της επιστροφής.
      The road was cut off by the recent landslides.
    Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
      The police cut off the road to check all the cars entering the city.
    Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη block
  7. (μεταβατικό) κόβω, αποκόπτω, απομονώνω, αποκλείω την επαφή, την επικοινωνία
      She cut off all contact with him.
    Έκοψε κάθε επαφή μαζί του.
      He lives cut off from relatives and friends.
    Ζει αποκομμένος από συγγενείς και φίλους.
      After the death of his wife he cut himself off from society.
    Μετά το θάνατο της γυναίκας του απομονώθηκε.
      Prisoners should not be cut off from the rest of society.
    Οι φυλακισμένοι δεν πρέπει να απομονώνονται από την υπόλοιπη κοινωνία.
     συνώνυμα: isolate
  8. (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά) κόβω το δρόμο σε κάποιον
      He cut me off and we nearly had an accident.
    Μου έκοψε το δρόμο και παραλίγο να έχουμε ατύχημα.
     συνώνυμα: cut in